Πώς η ΕΚΤ ελέγχει τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα – Τι έγινε το 2020
Η διαχείριση μιας κρίσης που αφορά σε ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα στην ευρωζώνη απαιτεί τη στενή συνεργασία μεταξύ της οικείας εθνικής αρμόδιας αρχής, δηλαδή της εθνικής κεντρικής τράπεζας και της ΕΚΤ.
Ανάγκη για στενότερη συνεργασία ανακύπτει όταν διαπιστωθεί ότι επιδεινώνεται η χρηματοοικονομική κατάσταση μιας μη συστημικής τράπεζας και ότι αυτό προσεγγίζει το σημείο της μη βιωσιμότητας. Τότε η ΕΚΤ και η εθνική κεντρική τράπεζα πρέπει να συνεργαστούν για την πιθανή ανάκληση της άδειας λειτουργίας, την αξιολόγηση της απόκτησης ή της αύξησης ειδικών συμμετοχών και τη χορήγηση νέων αδειών λειτουργίας (π.χ. για μεταβατικό ίδρυμα).
Μια τέτοια στενή συνεργασία στη διαχείριση κρίσεων που αφορούν μη συστημικά ιδρύματα σκοπό έχει να στηρίξει τόσο τις εθνικές κεντρικές τράπεζας όσο και την ΕΚΤ στα αντίστοιχα καθήκοντά τους και να εξασφαλίσει ότι οι απαραίτητες πληροφορίες είναι διαθέσιμες όταν θα πρέπει να ληφθούν επείγουσες αποφάσεις.
Η ανταλλαγή πληροφοριών, οι ενέργειες που αναλαμβάνονται και η συνεργασία μεταξύ ΕΚΤ και εθνικών κεντρικών τραπεζών είναι ανάλογες προς τους κινδύνους που θέτει το τραπεζικό ίδρυμα και τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020 η συνεργασία μεταξύ εθνικών κεντρικών τραπεζών και ΕΚΤ χαρακτηρίστηκε από την τακτική και ομαλή ανταλλαγή πληροφοριών.
Μεταξύ άλλων, συγκροτήθηκαν ειδικές ομάδες συντονισμού της διαχείρισης κρίσεων αποτελούμενες από στελέχη της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών με σκοπό την αποτελεσματική συνεργασία και τον συντονισμό μεταξύ των ιδρυμάτων.
Με την ενισχυμένη συνεργασία διασφαλίζεται ότι οι εποπτικές ενέργειες και αποφάσεις λαμβάνονται εγκαίρως και συντονισμένα όποτε χρειάζεται.
Το 2020 οι εθνικές κεντρικές τράπεζες κοινοποίησαν στην ΕΚΤ 12 νέες περιπτώσεις επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης μη συστημικών τραπεζών. Επιπλέον η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες συνέχισαν να συνεργάζονται στενά και να ανταλλάσσουν πληροφορίες για περίπου 40 ενεργές υποθέσεις επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης μη συστημικών τραπεζών στις χώρες που υπόκεινται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Έξι περιπτώσεις πιο σοβαρής επιδείνωσης κρίθηκαν ως περιπτώσεις κρίσης και υπήχθησαν σε ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ ΕΚΤ και εθνικών κεντρικών τραπεζών.
Το 2020 επίσης κοινοποιήθηκαν από εθνικές κεντρικές τράπεζες στην ΕΚΤ δέκα περιπτώσεις ανάκλησης άδειας λειτουργίας. Σε επτά από αυτές η ΕΚΤ έλαβε απόφαση για την ανάκληση της άδειας, ενώ οι υπόλοιπες τρεις είναι ακόμη υπό αξιολόγηση.
Μη βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα, διαρκώς χαμηλή κερδοφορία που οδηγεί σε παράβαση των κανονιστικών απαιτήσεων (π.χ. των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και απαιτήσεων ρευστότητας και των ορίων για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα) και αδυναμίες στα συστήματα διακυβέρνησης (συμπεριλαμβανομένων ανεπαρκών πλαισίων καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος) αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης μη συστημικών τραπεζών το 2020.
Επιπλέον η λογιστική απάτη αναδείχθηκε σε ισχυρό παράγοντα επιδείνωσης.
Το ξέσπασμα της πανδημίας και η μεταβλητότητα της αγοράς στις αρχές του 2020 είχαν έντονο αρνητικό αντίκτυπο σε ορισμένα μη συστημικά ιδρύματα, οδηγώντας σε επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης.