Ποιες αλλαγές φέρνει στα δικαστικά έξοδα νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης

Την επαναφορά του συμψηφισμού μέρους των δικαστικών εξόδων όταν υπάρχει εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης, προβλέπει διάταξη που εμπεριέχεται στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τίτλο «Ταχεία Πολιτική Δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της Πολιτικής Δικονομίας για την Ψηφιοποίηση της Πολιτικής Δικαιοσύνης και άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας», το οποίο τέθηκε σήμερα σε δημόσια διαβούλευση.
Συμψηφισμό μέρους των δικαστικών εξόδων όταν υπάρχει εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης προβλέπει νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης.
INTIME

Η εν λόγω διάταξη για τα δικαστικά έξοδα αναφέρει πως στο άρθρο 179 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 179 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 179

Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να συμψηφίσει ένα μέρος των εξόδων, εάν, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης».

Πρέπει να σημειωθεί πως με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 2915/2001 καταργήθηκε πλήρως η δυνατότητα ολικού ή μερικού συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης λόγω της εύλογης αμφιβολίας των διαδίκων περί την έκβαση της δίκης.

Όπως ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του 2915/2001, σκοπός της γενικής κατάργησης της δυνατότητας ολικού ή μερικού συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων (και ο περιορισμός μόνο στις δύο περιπτώσεις της ισχύουσας ρύθμισης) ήταν η καταστολή της ευρείας κατάχρησης εκ μέρους των διαδίκων και η εν τοις πράγμασι κατάργηση της αρχής της ήττας κατά την επιβολή της δικαστικής δαπάνης.

Ωστόσο, η καθολική κατάργηση της ευχέρειας του δικαστηρίου να προβαίνει σε συμψηφισμό των εξόδων στην περίπτωση της εύλογης αμφιβολίας (όχι μόνο στο νομικό μέρος, το οποίο ενδεχομένως καλύπτεται από τη μέχρι σήμερα ισχύουσα ρύθμιση, αλλά – κυρίως – στο ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης) περί την έκβαση της δίκης οδηγεί σε ακραία και μη επιθυμητά αποτελέσματα, τα οποία μάλιστα αποτυπώνονται και στη νομολογία, η οποία δεν εφαρμόζει τη διάταξη με ομοιόμορφο τρόπο.

Με τη νέα διάταξη ουσιαστικά προτείνεται η επαναφορά της εύλογης αμφιβολίας περί την έκβαση της δίκης ως λόγου συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, όχι όμως συνολικού, αλλά μόνο μερικού, η έκταση του οποίου κρίνεται από το δικαστήριο, το οποίο έχει πλήρη εποπτεία των ιδιαιτεροτήτων κάθε υπόθεσης.