Συστάσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου για τη μεταμνημονιακή εποπτεία-Οι αναφορές στην Ελλάδα
Παρατηρήσεις για τη βελτίωση της μεταπρογραμματικής εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις χώρες που εξέρχονται από δανειακά προγράμματα στήριξης, διατύπωσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού εξέτασε το σχεδιασμό, την υλοποίηση και την αποτελεσματικότητα της μεταπρογραμματικής εποπτείας στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία.
Βάσει της νομοθεσίας της ΕΕ, τα κράτη μέλη που εξέρχονται από πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής υπόκεινται σε πρόσθετη εποπτεία. Επί του παρόντος, σε εποπτεία μετά το πρόγραμμα υπόκεινται η Κύπρος, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Η Ελλάδα υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία, διότι θεωρείται ιδιαίτερα ευάλωτη σε οικονομικές δυσκολίες οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.
Έως τον Μάιο του 2021, και τα πέντε κράτη μέλη είχαν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις αποπληρωμής τους και είχαν ανακτήσει πρόσβαση στην αγορά με αποδεκτά επιτόκια.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο διαπίστωσε πως, μολονότι η εποπτεία της Κομισιόν αποτελούσε κατάλληλο εργαλείο, η αποδοτικότητά της περιορίστηκε από την ασάφεια των στόχων και από το γεγονός ότι η υλοποίηση χαρακτηριζόταν από έλλειψη ορθολογικής οργάνωσης και εστίασης.
«Διαπιστώσαμε ότι, παρά την ενισχυμένη εποπτεία, η υλοποίηση των μεταρρυθμιστικών μέτρων σημείωσε καθυστερήσεις. Αυτό ίσχυε και για μέτρα που δεν ήταν ιδιαίτερα περίπλοκα και είχαν σύντομες προθεσμίες, οι οποίες είχαν παρέλθει πριν από την έναρξη της πανδημίας COVID-19. Επιπλέον, από τον Σεπτέμβριο του 2020 (έβδομη έκθεση στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας), οι εκθέσεις δεν αναφέρονται πλέον στις αρχικά συμφωνηθείσες προθεσμίες για κάθε δέσμευση, μην παρέχοντας έτσι στον αναγνώστη συνολική εικόνα των καθυστερήσεων που σημειώθηκαν», αναφέρεται στην έκθεση.
Ως παραδείγματα το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο φέρνει δύο περιπτώσεις από την Ελλάδα, η μια αφορά στην ελληνική φορολογική διοίκηση και η άλλη το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Για την φορολογική διοίκηση αναφέρει:
«Η Ελλάδα δεσμεύθηκε να αυξήσει τον αριθμό των υπαλλήλων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σε 12 000 έως το τέλος του 2018 και σε 12 500 έως το τέλος του 2019, με τελικό στόχο τους 13 322 υπαλλήλους έως τα μέσα του 2021. Η δέσμευση αυτή ήταν ήδη λιγότερο φιλόδοξη από το σχέδιο προσλήψεων που είχε γνωστοποιηθεί στην τέταρτη επικαιροποίηση της έκθεσης συμμόρφωσης του προγράμματος στήριξης του ΕΜΣ για την Ελλάδα του Ιουλίου 2018, βάσει του οποίου ο στόχος των 13 322 υπαλλήλων έπρεπε να έχει επιτευχθεί έως το τέλος του 2019. Στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2020, ο αριθμός των υπαλλήλων είχε φτάσει μόλις τους 11 947, υπολειπόταν δηλαδή του αριθμού που έπρεπε να είχε επιτευχθεί έως το τέλος του 2018. Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε ότι «οι αρχές έχουν θεσπίσει νομοθετικές διατάξεις που είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά προσωπικού της ΑΑΔΕ σε άλλες υπηρεσίες και φορείς, καθιστώντας έτσι ακόμη δυσκολότερη την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για τη στελέχωση».
Για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στην ελληνική Δικαιοσύνη τονίζει:
«Η Ελλάδα δεσμεύθηκε να υλοποιήσει τριετές σχέδιο δράσης στον τομέα της Δικαιοσύνης, βάσει του οποίου η δημιουργία του συστήματος ηλεκτρονικής δικαιοσύνης (ΟΣΔΔΥ-ΠΠ) έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί έως τα μέσα του 2020 και η ηλεκτρονική κατάθεση των δικογράφων θα εφαρμοζόταν σε όλα τα δικαστήρια έως το τέλος του 2019, με τη διαδικασία του διαγωνισμού να έχει ολοκληρωθεί έως τα μέσα του 2019. Στην έκθεση του Ιουνίου 2019 αναφερόταν ότι το τεύχος δημοπράτησης δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί και ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού είχε αναβληθεί για τον Σεπτέμβριο του 2019. Η επόμενη έκθεση ενημέρωνε τους αναγνώστες ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού είχε αναβληθεί εκ νέου για τον Δεκέμβριο του 2019. Στην έκθεση του Σεπτεμβρίου του 2020 αναφερόταν ότι η ολοκλήρωση της διαδικασίας του διαγωνισμού είχε αναβληθεί για τον Δεκέμβριο του 2020, ημερομηνία που επιβεβαιώθηκε στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2020, όπου η καθυστέρηση αποδιδόταν στην πανδημία.
Έτσι, η παράδοση του πληροφοριακού συστήματος καθυστέρησε εξαιτίας της προαναφερθείσας καθυστερημένης προκήρυξης του διαγωνισμού. Επιπλέον, η προθεσμία παράδοσης παρατάθηκε επίσης. Η παράδοση αναμένεται να γίνει 3,5 έτη μετά την προθεσμία που είχε οριστεί αρχικά, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν περαιτέρω καθυστερήσεις. Όσο για την εφαρμογή του συστήματος ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων σε όλα τα δικαστήρια, στην έκθεση του Φεβρουαρίου 2020 αναφερόταν ότι η εν λόγω προθεσμία (τέλη του 2019) είχε παρέλθει και ότι η υλοποίηση είχε μεν ξεκινήσει αλλά για μέρος μόνο των δικαστηρίων. Στην έκθεση του Μαΐου του 2020 αναφερόταν ότι η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων θα καθίστατο υποχρεωτική από τον Ιανουάριο του 2021 και μόνο για τα διοικητικά δικαστήρια, ενώ θα παρέμενε προαιρετική για τα πολιτικά και τα ποινικά δικαστήρια».