Με ποια επιδόματα και εκπτώσεις επιχειρείται η μείωση του ενεργειακού κόστους - Το σενάριο για ΕΦΚ
Στα ύψη οι τιμές ενέργειας
Οι τιμές του φυσικού αερίου, του ρεύματος και του πετρελαίου στην Ευρώπη έχουν σκαρφαλώσει σε επίπεδα ρεκόρ λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών μεγάλης ζήτησης που έχει δημιουργήσει η πανδημία. Η έκρηξη στο κόστος προκαλεί σοβαρά προβλήματα όχι μόνο σε νοικοκυριά αλλά και στη βιομηχανική παραγωγή όπου μονάδες εξετάζουν ακόμη και να κατεβάσουν ρολά.
Τα αποθέματα φυσικού αερίου της Ευρώπης βρίσκονται στο χαμηλότερο εποχικό τους επίπεδο εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία, ενώ οι προμήθειες από τη κορυφαία προμηθεύτρια της ηπείρου, τη Ρωσία, είναι χαμηλότερες από το επιθυμητό την ώρα που ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για να διασφαλιστούν μεγαλύτερες προμήθειες για φυσικό αέριο εντείνεται.
Οι τιμές του αργού πετρελαίου ανέρχονται σήμερα στα 82,9 δολάρια το βαρέλι που είναι υψηλά τριετίας. Οι τιμές του αμερικανικού αργού, West Texas Intermediate (WTI) είναι στα 79 δολάρια το βαρέλι που είναι τα υψηλότερα επίπεδα από το 2014.
Οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος στη Γερμανία για παράδοση την επόμενη χρονιά έφτασαν τα 150 ευρώ ανά μεγαβατώρα ενώ ράλι έκαναν και οι τιμές του λιγνίτη. Οι τιμές του φυσικού αερίου (Dutch TTF Gas Futures) έφτασαν τα επίπεδα ρεκόρ των 111,4 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Στην ελληνική αγορά, σα 134,73 ευρώ ανά μεγαβατώρα διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο η τιμή του ρεύματος το Σεπτέμβριο στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, από μόλις 46,6 ευρώ το Σεπτέμβριο του 2020. Η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Χρηματιστηρίου, σχεδόν τριπλασιάστηκε σε ένα χρόνο (αύξηση 189 %) γεγονός που αποδίδεται κατά κύριο λόγο στην άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου και των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.
Σε ανοδική τροχιά παρέμειναν οι τιμές και τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου, ενώ, σήμερα Τετάρτη, η μέση τιμή διαμορφώνεται σε 178,29 ευρώ ανά μεγαβατώρα (και η μέγιστη στα 251,26 ευρώ).
Πως θα ζεσταθούν τα νοικοκυριά
Για να αντιμετωπίσει τη δυσμενή αυτή κατάσταση που απειλεί το εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά και την ανάκαμψη των επιχειρήσεων η κυβέρνηση εξετάζει μια «τριπλή» επιδότηση που αφορά στους λογαριασμούς ρεύματος, πετρελαίου θέρμανσης και φυσικού αερίου.
Ο στόχος είναι η σημερινή ενίσχυση να επεκταθεί πέραν από τα ευάλωτα νοικοκυριά σε όσους κατατάσσονται στη μεσαία τάξη και αυτό θα επιτευχθεί με διεύρυνση των εισοδηματικών κριτηρίων για το φετινό επίδομα θέρμανσης. Είναι ενδεικτικό πως ήδη στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2022 η δαπάνη για την επιδότηση του ρεύματος ανέρχεται στα 200 εκατ. ευρώ, ενώ το ποσό ενίσχυσης για το επίδομα θέρμανσης θα ανέλθει στα 150 εκατ. ευρώ. Για το φυσικό αέριο δεν έχει διευκρινιστεί το ποσό, χωρίς να αποκλείεται το κονδύλι να φτάσει εκείνο του πετρελαίου θέρμανσης.
Το επίδομα θέρμανσης θα έχει πλέον νέα εισοδηματικά κριτήρια, με την επιδότηση να αγγίζει πλέον και εισοδήματα που υπερβαίνουν ακόμη και τα 30.000 ευρώ. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα νέα εισοδηματικά όρια με βάση τα οποία θα χορηγηθεί τον Δεκέμβριο το επίδομα θέρμανσης στους δικαιούχους εξετάζεται να διαμορφωθούν:
- Έως 16.000 ευρώ για τον άγαμο, από 12.000 ευρώ που ίσχυε για την περσινή χειμερινή περίοδο.
- Έως 26.000 ευρώ για τα ζευγάρια, από 20.000 ευρώ πέρυσι. Για κάθε προστατευόμενο παιδί το επίδομα θα προσαυξάνεται κατά 3.000 ή 4.000 ευρώ, από 2.000 ευρώ που ανέρχεται σήμερα.
- Έως 28.000 ευρώ για τις μονογονεϊκές οικογένειες, από 22.000 ευρώ πέρυσι, με προσαύξηση 3.000 ή 4.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο.
Τα νοικοκυριά για να λάβουν το επίδομα θέρμανσης θα πρέπει εκτός από το κριτήριο του εισοδήματος να πληρούν και το κριτήριο της περιουσίας. Πιο συγκεκριμένα:
- Οι άγαμοι ή έγγαμοι σε κατάσταση χηρείας ή εν διαστάσει θα πρέπει να κατέχουν κτίσματα και εντός σχεδίου πόλεως οικόπεδα συνολικής αντικειμενικής αξίας μέχρι 130.000 ευρώ.
- Οι έγγαμοι και συνάψαντες σύμφωνα συμβίωσης φορολογούμενοι να διαθέτουν κτίσματα και εντός σχεδίου πόλεως οικόπεδα αντικειμενικής αξίας μέχρι 250.000 ευρώ.
- Οι μονογονεϊκές οικογένειες να έχουν ακίνητη περιουσία μέχρι 250.000 ευρώ.
Η επιδότηση ρεύματος
Δεδομένου ότι ήδη οι λογαριασμοί ρεύματος έχουν πάρει την ανιούσα, κάτι που έγινε αισθητό στις καταναλώσεις Αυγούστου, η κυβέρνηση δρομολογεί την επιδότηση του ρεύματος, η οποία θα εμφανίζεται με τη μορφή έκπτωσης στα έντυπα που θα λαμβάνουν οι καταναλωτές και θα πιστώνεται σε όλους ανεξάρτητα από τον πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας με τον οποίο έχουν συνάψει συμβόλαιο. Αυτή η επιδότηση θα αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο της τιμής της κιλοβατώρας, ήτοι στα 0,03 ευρώ ανά κιλοβατώρα ή 0,30 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Στην πράξη μιλάμε για μια έκπτωση στους λογαριασμούς των οικιακών πελατών της τάξης των 9 ευρώ μηνιαίως για μηνιαίες καταναλώσεις 300 kWh, η οποία έρχεται πνα απορροφήσει μέρος των μεγάλων αυξήσεων στο ηλεκτρικό ρεύμα, που είναι της τάξης των 20 ευρώ μηνιαίως. Η κυβέρνηση σκοπεύει με τον τρόπο αυτόν να παρέχει στήριξη στην πλειονότητα των οικιακών καταναλωτών και των μικρών επαγγελματιών που ηλεκτροδοτούνται από τη χαμηλή τάση.
Η επιδότηση θα αφορά στις καταναλώσεις των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ
Η αγορά πάντως θεωρεί πως η πρόταση που έχει παρουσιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ και προβλέπει την μείωση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης καυσίμων είναι πιο αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατάστασης.
Να σημειωθεί πως ήδη από τα τέλη Σεπτεμβρίου ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταθέσει στη Βουλή τροπολογία για τη μείωση των συντελεστών των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης σε συγκεκριμένα καύσιμα, ώστε να αναχαιτιστεί το μεγάλο κύμα ανατιμήσεων που πλήττει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η τροπολογία που έχει υπογραφεί από το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας της αξιωματικής αντιπολίτευσης με επικεφαλής τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα προβλέπει τη μείωση των ΕΦΚ, με βάση τους ελάχιστους συντελεστές της Ε.Ε., στη βενζίνη, στο πετρέλαιο κίνησης και στο φυσικό αέριο, για την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2021 έως και την 31η Μαρτίου 2022, καθώς και στο πετρέλαιο θέρμανσης και στο φωτιστικό πετρέλαιο, που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης, κατά την περίοδο από την 15η Οκτωβρίου 2021 έως και την 30η Απριλίου 2022, όταν οι ανάγκες του πληθυσμού είναι αυξημένες. Αναφέρεται δε πως ο χρόνος της μείωσης μπορεί να παραταθεί για όσο διαρκεί η υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση των καταναλωτών.
Τί συνεπάγεται στην πράξη αυτή η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ;
Σήμερα ο ΕΦΚ στην αμόλυβδη βενζίνη ανέρχεται σε 700 ευρώ ανά χίλια λίτρα καυσίμου. Μια μείωση κατά 50% θα οδηγούσε τον ΕΦΚ στα 350 ευρώ ανά χίλια λίτρα καυσίμου. Η παρέμβαση αυτή θα είχε δημοσιονομικό κόστος 380 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό . Αλλά θα οδηγούσε σε ένα όφελος κατ΄ ελάχιστον 20 λεπτά το λίτρο για τον καταναλωτή ή 8 ευρώ το γέμισμα. Σε ετήσια βάση το κέρδος για τον οικογενειακό προϋπολογισμό θα ήταν άνω των 400 ευρώ.
Το ίδιο ισχύει και για το πετρέλαιο κίνησης. Σήμερα ο ΕΦΚ στο πετρέλαιο κίνησης ανέρχεται σε 410 ευρώ ανά χίλια λίτρα καυσίμου. Μια μείωση κατά 20% θα οδηγούσε τον ΕΦΚ στα 328 ευρώ ανά χίλια λίτρα καυσίμου. Η παρέμβαση αυτή θα είχε δημοσιονομικό κόστος 260 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό. Σε ετήσια βάση το κέρδος για τον οικογενειακό προϋπολογισμό θα ήταν άνω των 200 ευρώ.
Ως προς το πετρέλαιο θέρμανσης η παρέμβαση είναι πιο ριζοσπαστική. Σήμερα ο ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσής ανέρχεται σε 280 ευρώ ανά χίλια λίτρα καυσίμου. Μια μείωση κατά 93% θα οδηγούσε τον ΕΦΚ στα 20 ευρώ ανά χίλια λίτρα καυσίμου. Η παρέμβαση αυτή θα είχε δημοσιονομικό κόστος 425 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό. Στην πράξη θα μείωνε την τιμή του καυσίμου από το 1 ευρώ το λίτρο (που αναμένεται να κινηθεί στις 15 Οκτωβρίου πανελλαδικά), στο 0,60 ευρώ το λίτρο περίπου. Αυτό για ένα νοικοκυριό που μένει σε σπίτι 100 τετραγωνικών μέτρων συνεπάγεται εξοικονόμηση 600 ευρώ το χρόνο!
Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ ανέρχεται σε 1,065 δισ. ευρώ ετησίως. Ωστόσο, παράγοντες της αγοράς καυσίμων θεωρούν πως αυτό θα περιοριζόταν αισθητά, αφενός διότι η κατανάλωση καυσίμων θα αυξανόταν, αφετέρου διότι θα περιοριζόταν το λαθρεμπόριο καυσίμων.
Το πλέον σημαντικό είναι πως μια μέση ελληνική οικογένεια (μεσαία τάξη) θα έβλεπε το κόστος καυσίμων της σε ετήσια βάση να μειώνεται κατά 1.000 ευρώ περίπου.