Πάολο Τζεντιλόνι: Μείωση χρέους χωρίς να επηρεάσουμε αρνητικά την ανάπτυξη
Το μέγιστο των δυνατοτήτων ευελιξίας θα ασκήσει η Κομισιόν στο δημοσιονομικό μέτωπο μετά τη λήξη της χαλάρωσης που χαίρουν τα κράτη-μέλη μέχρι το τέλος του 2022, οπότε προγραμματίζεται η απόσυρση της γενικής ρήτρας διαφυγής, τονίζει ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε σε μικρή ομάδα ανταποκριτών ευρωπαϊκών μέσων στις Βρυξέλλες με αφορμή την επανεκκίνηση από την Κομισιόν της διαδικασίας διαβούλευσης για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ο αρμόδιος επίτροπος τονίζει ότι χρειάζεται ο στόχος για τη μείωση του δημόσιου χρέους, αλλά η πορεία προς αυτόν θα πρέπει να αλλάξει.
«Βρισκόμαστε ενώπιον δύο σημαντικών ζητημάτων» δηλώνει ο Τζεντιλόνι σχετικά με την αναθεώρηση του ΣΣΑ. «Πρώτον, την ανάγκη επενδύσεων τουλάχιστον την επόμενη δεκαετία, ώστε να προωθηθούν οι στρατηγικοί μας στόχοι, όπως η κλιματική αλλαγή όπου χρειαζόμαστε επιπρόσθετες επενδύσεις 520 δισ. ευρώ τον χρόνο, ιδιωτικές και δημόσιες. Δεύτερον, το δημόσιο χρέος, το οποίο διαμορφώνεται κατά μέσο όρο 100% του ΑΕΠ στην ευρωζώνη. Πρέπει να αντιμετωπιστεί ρεαλιστικά και σε λογική βάση, αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η μείωση χρέους, που είναι σημαντική, θα σκοτώσει την ανάπτυξη. Είναι σημαντικό να δούμε πώς θα εξισορροπήσουμε τα δύο ζητήματα. Αλλαγές χρειάζονται, όχι των Συνθηκών ή των βασικών κανόνων» τόνισε ο αρμόδιος επίτροπος, δίνοντας το στίγμα που επιθυμεί να προωθήσει η Κομισιόν στην επικείμενη συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων, για την οποία, πάντως, οκτώ κράτη-μέλη έχουν ήδη εκφράσει αρνητική στάση με σχετικό non-paper. Αναγνωρίζοντας ότι ανέκαθεν το ζήτημα ήταν αμφιλεγόμενο μεταξύ κρατών-μελών, ο Πάολο Τζεντιλόνι τόνισε την ανάγκη «να μην περιχαρακωθεί η συζήτηση μεταξύ ομάδων κρατών-μελών» και να αντιμετωπιστεί ως «νέο κεφάλαιο της οικονομίας μετά την πανδημία και έναντι των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής», υποστηρίζοντας, πάντως, ότι οι υπουργοί Οικονομικών είναι ανοιχτοί στην ανάγκη επενδύσεων, αλλά υπάρχουν διαφορές «στο πώς θα γίνει».
«Μείωση χρέους χρειάζεται αλλά το ζήτημα είναι πώς θα την έχουμε χωρίς να επηρεάσουμε αρνητικά την ανάπτυξη» τόνισε για άλλη μια φορά ο Τζεντιλόνι. «Πρέπει να επιβεβαιώσουμε τη στρατηγική μείωσης του χρέους, παρά το γεγονός ότι το κόστος εξυπηρέτησης δεν συγκρίνεται με αυτό που είχαμε πριν από μία δεκαετία. Ο στόχος πρέπει να επιβεβαιωθεί, αλλά η πορεία προς αυτόν είναι ζήτημα συζήτησης» συμπληρώνει ο ιταλός επίτροπος. Οσον αφορά το έλλειμμα διευκρινίζει ότι «μεσοπρόθεσμα θα αποδειχθεί ότι είναι ένας κανόνας που με κάποια ευελιξία δεν είναι αδύνατον να τηρηθεί». «Δεν θα εξίσωνα το ζήτημα της μείωσης του χρέους με το όριο του ελλείμματος στο 3%. Η αύξηση των ελλειμμάτων είναι πιθανώς προσωρινή, ενώ το (υψηλό) επίπεδο του χρέους είναι δύσκολο να θεωρηθεί προσωρινό». Ειδικότερα για την Ελλάδα, που ναι μεν βρίσκεται τώρα υπό το καθεστώς της γενικής ρήτρας διαφυγής, αλλά βάσει της συμφωνίας για την ελάφρυνση του χρέους, απαιτούνται υψηλά πλεονάσματα, ο Πάολο Τζεντιλόνι ξεκαθαρίζει: «Για την Ελλάδα αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε, και για αυτή, τη γενική ρήτρα διαφυγής, κάτι σημαντικό χρηματοοικονομικά και για τον ρόλο της ΕΚΤ και θα παραμείνει μέχρι το τέλος του 2022. Οπως είπε η πρόεδρος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στη μεταβατική περίοδο θα χρησιμοποιήσουμε το μέγιστο της ευελιξίας και αυτό θα κάνουμε για τα κράτη-μέλη και ειδικότερα για την Ελλάδα, όπου γίνεται πολλή δουλειά για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, αλλά γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ακόμη ανοιχτές προκλήσεις. Η ευελιξία θα παραμείνει, η γενική ρήτρα διαφυγής ισχύει, και έχουμε χρόνο για να δούμε τα μεσοπρόθεσμα προβλήματα».
Γιατί δεν αρκεί η ευελιξία που παρέχει ήδη το Σύμφωνο; Κατά τον Πάολο Τζεντιλόνι η ευελιξία που παρέχει το Σύμφωνο χρησιμοποιείται ήδη και είναι σημαντική, «αλλά όταν η απόσταση μεταξύ των αναγκών και της πραγματικότητας είναι πολύ μεγάλη, χρειάζεται συζήτηση για πιθανές αλλαγές». Οσον αφορά συστάσεις να ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις για την αναθεώρηση του ΣΣΑ, πριν από την απόσυρση της ρήτρας διαφυγής ο ευρωπαίος αξιωματούχος εκτιμά ότι «δεν είναι εύκολο να δικαιολογηθεί παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής το 2023 τουλάχιστον βάσει της προβλεπόμενης οικονομικής κατάστασης», προτείνοντας τη λήψη αποφάσεων εντός του 2022 ώστε να υπάρξει «γέφυρα» προς μια σταθερή κατάσταση με περίοδο μετάβασης, χωρίς παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής.
Σχετικά με την πρόταση της Γαλλίας να υπάρξει διαφοροποιημένη τροχιά μείωσης του χρέους για κράτη-μέλη και η πιθανότητα να βρει σύμφωνο το Βερολίνο, ο Τζεντιλόνι δηλώνει ότι «όποια πρόταση τεθεί στο τραπέζι από κυβερνήσεις θα τη συζητήσουμε», υπογραμμίζοντας, πάντως, ότι η Κομισιόν δεν έχει ακόμη λάβει συγκεκριμένες προτάσεις από κράτη-μέλη. Μια πρώτη συζήτηση μεταξύ των υπουργών Οικονομικών αναμένεται στη συνάντηση του Οκτωβρίου.
Σχετικά με την αύξηση των τιμών ενέργειας ο ευρωπαίος επίτροπος αναφέρθηκε στις συναντήσεις του ΔΝΤ, των G20 κ.λπ., όπου συζητήθηκε εκτενώς το ζήτημα και σε σχέση με τον πληθωρισμό. «Η κύρια άποψη, όχι ομόφωνη, είναι ότι η αύξηση είναι προσωρινή. Δεν συνδέεται με την κλιματική μετάβαση, αλλά με την κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης εξαιτίας της ανάκαμψης και των περιορισμών στην προσφορά ειδικά στην Ευρώπη». Τόνισε ότι ως το πρώτο εμπόδιο στην πολύχρονη περίοδο της κλιματικής μετάβασης το «πώς θα το διαχειριστούμε» είναι σημαντικό. «Πρώτον, παρέχοντας προστασία στους πιο ευάλωτους και, δεύτερον, με καλύτερη συνεργασία σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η αντίδραση μεσοπρόθεσμα πρέπει να είναι επιτάχυνση και ενδυνάμωση της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Σχετικά με το μείζον θέμα που έχει προκύψει μετά την απόφαση του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο Πάολο Τζεντιλόνι τόνισε μεταξύ άλλων: «Ολες οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι δεσμευτικές για όλες τις αρχές των κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών δικαστηρίων». Τόνισε δε ότι για να λάβουν Πολωνία και Ουγγαρία το πράσινο φως για το εθνικό τους πρόγραμμα ανάκαμψης πρέπει να υιοθετήσουν τις συστάσεις στο πλαίσιο του εξαμήνου του 2019 ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος. «Η πρόθεση της Κομισιόν δεν είναι να απειλήσει, αλλά να κάνει τους κανονισμούς σεβαστούς» τόνισε.