Παρέμβαση ΚΙΝΑΛ για τις τηλεφωνικές απάτες εις βάρος πολιτών

Ερώτησή για τις τηλεφωνικές απάτες εις βάρος πολιτών κατέθεσαν προς τους υπουργούς Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Υποδομών και Μεταφορών οι βουλευτές του ΚΙΝΑΛ Γιώργος Καμίνης και Τόνια Αντωνίου.
Pixabay

Στην ερώτηση σημειώνεται πως τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να αυξάνεται ο αριθμός των καταγγελιών σχετικά με τηλεφωνικές απάτες οι οποίες γίνονται συνήθως με την πρόφαση της πρόσκλησης προς τους καλούμενους να επενδύσουν σε χρηματοοικονομικά προϊόντα (όπως μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, συνάλλαγμα κτλ), κρυπτονομίσματα, πολύτιμους λίθους, υπεράκτιες επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία και εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Προκειμένου να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των καλουμένων, οι καλούντες υπόσχονται και εξαιρετικά υψηλές αποδόσεις της επένδυσης.

Όπως τονίζεται, η προέλευση των κλήσεων φαίνεται συνήθως να είναι η Μεγάλη Βρετανία, καθώς το διεθνές πρόθεμα κλήσης έχει τους αριθμούς +44 ή 0044. Ωστόσο, σύμφωνα με τα σχετικά δημοσιεύματα, είναι πιθανή η χρήση ψεύτικης ταυτότητας καλούντος (fake caller ID), ώστε ενώ οι επιτήδειοι βρίσκονται στην Ελλάδα, φαίνεται καλούν από χώρα του εξωτερικού. Παράλληλα, κλήσεις φαίνεται πως γίνονται και μέσω Ίντερνετ (VoIP τηλεφωνίας) στις σχετικές εφαρμογές φωνητικής επικοινωνίας και ανταλλαγής μηνυμάτων που έχουν οι πολίτες στα κινητά τους.

Κατά τους βουλευτές του ΚΙΝΑΛ ανακύπτουν προβλήματα ως προς την κατοχή και χρήση εκ μέρους των καλούντων προσωπικών δεδομένων των πολιτών (όπως π.χ. ονοματεπώνυμο και αριθμός τηλεφώνου), για τα οποία δεν έχουν παραχωρηθεί δικαιώματα χρήσης από τους ίδιους τους πολίτες. Εκτός από την παράβαση του σχετικού κανονισμού GDPR, ερωτήματα εγείρονται εν προκειμένω ως προς το πώς και από ποιούς έχουν περιέλθει τα σχετικά προσωπικά δεδομένα στις συγκεκριμένες εταιρείες.

«Ο συνήθης στόχος των δραστών είναι η υποκλοπή προσωπικών δεδομένων, ιδίως δε η πρόσβαση σε τραπεζικό λογαριασμό ή/και στην πιστωτική κάρτα του θύματος. Επιπρόσθετα, σημειώνονται και άλλες μορφές απάτης, όπως π.χ. η προσπάθεια των δραστών να αποκτήσουν προσωπικές και οικονομικές πληροφορίες ή κωδικούς ασφαλείας μέσω μηνυμάτων SMS. Σύμφωνα με αυτό τον τύπο απάτης, που είναι γνωστός ως "smishing", το SMS συνήθως ζητά από το θύμα να κάνει κλικ σε έναν ηλεκτρονικό σύνδεσμο (link) ή να καλέσει έναν αριθμό τηλεφώνου, προκειμένου να επαληθεύσει, ενημερώσει ή επανενεργοποιήσει τον λογαριασμό του», σημειώνεται στην ερώτηση. Υπογραμμίζεται δε πως συνήθως τα θύματα αυτών των κατηγοριών απάτης είναι αδύναμοι συμπολίτες μας, οι οποίοι καθίστανται και εύκολοι στόχοι λόγω χαμηλής εξοικείωσής τους με την τεχνολογία ή ελλιπούς ενημέρωσης, σε συνδυασμό με τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που τους κατατρύχουν.

Δεδομένου ότι η κλιμάκωση αυτής της κατάστασης υποδηλώνει αποθράσυνση των δραστών, οι κ.κ. Καμίνης και Αντωνίου ερωτούν τους υπουργούς τα εξής:

  1. Διαθέτουν ετήσια (ή άλλης περιοδικότητας) ποσοτικά στοιχεία για τον αριθμό των θυμάτων και το ύψος της ζημίας που έχουν υποστεί από αυτού του τύπου τις απάτες;
  2. Πόσες και ποιες περιπτώσεις εξιχνίασης τέτοιων μορφών τηλεφωνικής απάτης έχουν επιτευχθεί;
  3. Που βρίσκουν οι δράστες τα τηλέφωνα επικοινωνίας και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των πολιτών, τους οποίους καλούν (π.χ. ονοματεπώνυμα);
  4. Γιατί ενώ η ασφάλεια των ηλεκτρονικών τραπεζικών συναλλαγών βελτιώνεται, καταφέρνουν οι εν λόγω δράστες να εξαπατήσουν πολίτες και να τους βλάψουν οικονομικά;
  1. Ποιες δράσεις ενημέρωσης, πρόληψης, προστασίας και αποτροπής έχουν λάβει οι ερωτώμενοι υπουργοί και οι εποπτευόμενες από αυτούς αρχές και ποια είναι η σχετική συνεργασία τους με τις αρμόδιες αρχές άλλων χωρών;
  2. Ποιες πρωτοβουλίες προστασίας των πελατών τους έχουν λάβει οι ίδιες οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών ώστε να προστατευτούν τα στοιχεία επικοινωνίας των πελατών τους (ονομ/μο, αριθμός τηλεφώνου) καθώς και οι ίδιοι από τις συνεχείς και αφόρητες οχλήσεις των δραστών;
  3. Υπάρχουν βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τις ελληνικές αρχές;
  4. Σκοπεύουν να εκπονήσουν μια ολοκληρωμένη στρατηγική, ικανή να ανακόψει την έξαρση του φαινομένου και να προστατεύσει αποτελεσματικά τα δεδομένα επικοινωνίας, τα τραπεζικά δεδομένα και τα εν τέλει την ασφάλεια των πολιτών;