Η δημογραφική κρίση απειλεί τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης
Το δημογραφικό πρόβλημα συμπαρασύρει τις συντάξεις, οδηγώντας το Ασφαλιστικό – αργά αλλά σταθερά – σε κατάρρευση. Την εξέλιξη αυτή καταγράφει η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η οποία εκτιμά ότι η χώρα μας θα υποχρεωθεί σε αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά σχεδόν 1,5 χρόνο έως το 2035 και κατά συνολικά 2,8 χρόνια έως το 2050, εξαιτίας της επιδείνωσης των στοιχείων του δημογραφικού προβλήματος.
Το δίλημμα αύξηση ορίων ή κατάρρευση παραμένει, υπό το βάρος των διαρκώς επιδεινούμενων στοιχείων του δημογραφικού προβλήματος. Κι αυτό ανεξαρτήτως των επιμέρους μέτρων που ενδέχεται να ληφθούν προκειμένου να βελτιωθούν παραμετρικά προβλήματα του Ασφαλιστικού.
Η επιδείνωση αυτή συνίσταται αφενός στην αναμενόμενη αύξηση του προσδόκιμου ζωής και αφετέρου στη μείωση του πληθυσμού που είναι σε εργασιακή ηλικία (20-64 ετών) που στην Ελλάδα θα φθάσει έως και το 35%!
Η έκθεση επαναλαμβάνει ότι τα επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολα. Εως το 2050 θα διπλασιαστεί ο αριθμός των συνταξιούχων που αντιστοιχεί σε κάθε 100 εργαζομένους. Δηλαδή, ενώ το 1990 η αναλογία ήταν 22,9 άτομα άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζομένους, το 2020 η αναλογία βρέθηκε στο 37,8 και το 2050 θα φτάσει στο 75.
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία – εάν δεν επιλυθεί το οξύτατο εθνικό δημογραφικό πρόβλημα – κατά το έτος 2070, κάθε ένα άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών θα αντιστοιχεί σε ένα – ίσως και λιγότερο – άτομο σε ηλικία εργασίας, δηλαδή οικονομικά ενεργό.
Οι επανειλημμένες μειώσεις των συντάξεων και οι αυξήσεις των ορίων συνταξιοδότησης καθίστανται ανενεργές – σε βάθος χρόνου –, εάν δεν βρεθούν λύσεις στο οξυμμένο δημογραφικό πρόβλημα. Σημαντική συνεισφορά στην κατάρρευση του συστήματος έχει και η εκρηκτική άνοδος των ελαστικών μορφών απασχόλησης που προκαλούν αυξημένη απώλεια εσόδων στο σύστημα.
Η σημερινή επίσημη εικόνα της σχέσης απασχολούμενων συνταξιούχων δείχνει ότι σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούν 1,5 εργαζόμενοι, ενώ πριν από δεκαπέντε χρόνια η σχέση αυτή ήταν κοντά στο ένας συνταξιούχος προς δύο εργαζομένους.
Προσφάτως, ο υπουργός Εργασίας κ. Κ. Χατζηδάκης μιλώντας στη Βουλή προσδιόριζε τη σχέση αυτή στο 1 προς 1,7 τη στιγμή που το ασφαλιστικό σύστημα έχει δομηθεί με την παραδοχή ότι για κάθε 4 εργαζομένους θα υπάρχει ένας συνταξιούχος. Μάλιστα εκτίμησε ότι το 2030 η Ελλάδα θα έχει πάρει από την Ιταλία μια «ανεπιθύμητη πρωτιά, θα είμαστε, δηλαδή, η πιο γερασμένη χώρα της Ευρώπης».
Καθοριστικό ρόλο στην – έτι περαιτέρω – επιδείνωση του ασφαλιστικού προβλήματος διαδραματίζουν η μείωση των γεννήσεων, ο διπλασιασμός των ηλικιωμένων και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, που επιδεινώνουν περαιτέρω τα στοιχεία της ήδη απασφαλισμένης δημογραφικής βόμβας και θέτουν εν αμφιβόλω το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος και τη δυνατότητα παροχής εγγυημένων συντάξεων.
Σύμφωνα με μελέτη των πανεπιστημιακών Σ. Ρομπόλη και Β. Μπέτση που προβάλλει τα σημερινά στοιχεία στο έτος 2070, κατά το έτος αυτό «το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί σε σχέση με το 2020 κατά 31%, ενώ οι συνταξιούχοι θα αυξηθούν κατά 13% σε σχέση με το 2020».
Ο πληθυσμός της χώρας μας, εκτός από μειωμένος, εμφανίζεται και εξαιρετικά γερασμένος. Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων από 34,6 το 2019 υπολογίζεται σε 59,9 το 2070. «Το γεγονός αυτό επηρεάζει σημαντικά, μεταξύ των άλλων, τομείς όπως είναι η υγειονομική περίθαλψη και η κοινωνική ασφάλιση» εκτιμούν οι δύο ερευνητές.
Η μελέτη για το δημογραφικό εκτιμά ότι το προσδόκιμο ζωής θα αυξάνεται μέχρι το 2065. Στην περίπτωση αυτή το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθεί κατά 49,4 δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου, για τη χρηματοδότηση της επιβάρυνσης, εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου, θα πρέπει να βρεθούν επιπλέον πρόσθετοι πόροι ύψους 0,5% του ΑΕΠ. Διαφορετικά απαιτούνται εφιαλτικά μέτρα, όπως η μείωση των συντάξεων κατά 30%, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 73 έτη έως το 2060, ή η αύξηση των εισφορών.