Τα νέα συμβόλαια μεταβίβασης ακινήτων και η παραγραφή φόρων και προστίμων
Μπορεί η διαδικασία της μεταβίβασης ακινήτων να ολοκληρώνεται πλέον στο γραφείο του συμβολαιογράφου, ωστόσο η ηλεκτρονική μεταβίβαση απαιτεί συγκεκριμένα δικαιολογητικά που καθυστερούν να εκδοθούν, ενώ ενέχει και τον κίνδυνο αυξημένων φόρων, μετά τον έλεγχο που πραγματοποιεί υποχρεωτικά η εφορία εντός 60 ημερών από την υπογραφή των συμβολαίων.
Ως προς τη διαδικασία, ο συμβολαιογράφος υπολογίζει την αντικειμενική αξία του ακινήτου, με βάση τα στοιχεία που έχουν προσκομίσει οι συναλλασσόμενοι και υπολογίζει και τον φόρο μεταβίβασης ή την απαλλαγή, αν ο αγοραστής είναι δικαιούχος πρώτης κατοικίας. Κατόπιν, τον φάκελο της μεταβίβασης τον ελέγχει η αρμόδια εφορία, η οποία επιβάλει φόρους, πρόστιμα και προσαυξήσεις, όπου ο φόρος δεν έχει υπολογιστεί σωστά.
Ωστόσο, αυτά τα πρόστιμα δεν μπορούν να αφορούν υποθέσεις παλαιότερες της πενταετίας. Αυτό διότι τα συμβόλαια μεταβίβασης ακινήτου δεν συνιστούν «συμπληρωματικά στοιχεία» που να δικαιολογούν την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής πέραν της πενταετίας.
Σχετικά προσφάτως το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι τα στοιχεία που αφορούν στην αγορά ή πώληση ακινήτων στην ημεδαπή περιέρχονται σε γνώση της φορολογικής διοίκησης, αφενός κατά την υποβολή της δήλωσης φόρου μεταβίβασης από τα συμβαλλόμενα μέρη και αφετέρου κατά την κοινοποίηση αντιγράφου των συμβολαίων μεταβίβασης από τον συμβολαιογράφο προς τον οικονομικό έφορο.
Κατά το Ανώτατο Δικαστήριο, το γεγονός ότι η οικονομική υπηρεσία που υποβάλλεται το συμβόλαιο μεταβίβασης (της περιφέρειας του ακινήτου) μπορεί να διαφέρει από εκείνη που υπάγεται ο φορολογούμενος, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για να δικαιολογήσει αντίθετο συμπέρασμα.
Στη βάση της ίδιας κρίσης, η φορολογική διοίκηση έχει τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση, ως επιμελώς δρώσα Διοίκηση, να τα λάβει εγκαίρως υπόψη, αξιοποιώντας κατάλληλα και τη σύγχρονη τεχνολογία, για την αποτελεσματική εκπλήρωση του ελεγκτικού έργου της, όχι μόνο σε σχέση με το φόρο μεταβίβασης ακινήτων, αλλά και για τις ανάγκες της φορολογίας εισοδήματος.
Οι αποφάσεις ρου ΣτΕ έχουν καταδείξει πως στόχος της Κεντρικής Διοίκησης πρέπει να είναι η δημιουργία ενός σταθερού και λιγότερο γραφειοκρατικού πλαίσιού φορολόγησης των ακινήτων, ώστε οι ιδιοκτήτες αλλά και οι επενδυτές να γνωρίζουν τι τους περιμένει και κατά τη διαδικασία της μεταβίβασης και, στη συνέχεια, με τη διατήρηση του ακινήτου είτε για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών είτε για επενδυτικούς λόγους.