Τι σημαίνει η διατήρηση του waiver για τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις
Την αυξημένη πρόσβαση στη ρευστότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα διατηρήσουν οι ελληνικές τράπεζες, καθώς η ΕΚΤ αποφάσισε να επιτρέπει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης να αποδέχονται ως επιλέξιμα τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που δεν εκπληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής αξιολόγησης του ευρωσυστήματος. Αυτή η εξέλιξη σημαίνει πως τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα θα συνεχίσουν να αντλούν φθηνή ρευστότητα από την ΕΚΤ με ενέχυρο ελληνικά ομόλογα και έτσι το κόστος χρήματος στη χώρα μας δεν θα εκτοξευθεί.
Η παράταση της ειδικής παρέκκλισης ή waiver, που είχε δώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Απρίλιο του 2020 έτσι ώστε να γίνονται αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση (collateral) για τις πράξεις χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος –και η οποία λήγει τον Ιούνιο του 2022– είναι εξέλιξη που είχε προεξοφλήσει μεγάλο μέρος της αγοράς και έτσι η σημερινή ανακοίνωση δεν αποτυπώθηκε στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Το δεκαετές ελληνικό ομόλογο σημειώνει σήμερα απόδοση 2,7%, το πενταετές ομόλογο σημειώνει απόδοση 1,6% και το spread, δηλαδή η διαφορά απόδοσης μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού ομολόγου αναφοράς είναι στις 224 μονάδες βάσης.
Η αξία του waiver για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα ελληνικά νοικοκυριά, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, είναι μεγάλη.
Η διατήρηση της ειδικής εξαίρεσης θα επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να συνεχίζουν να αντλούν φθηνό χρήμα από την ΕΚΤ ενισχύοντας την ήδη ισχυρή ρευστότητα που διαθέτουν, στηρίζοντας την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών επιχειρήσεων, σε μια περίοδο που η πιστωτική επέκταση είναι ζητούμενο με δεδομένη την ανάγκη μόχλευσης πόρων για την αξιοποίηση, στο μέγιστο, των πολύ υψηλών διαθέσιμων κοινοτικών πόρων.
Και καθώς οι τραπεζικές καταθέσεις ήδη έχουν αρχίσει να επηρεάζονται από την ακρίβεια, η διατήρηση της φθηνής ρευστότητας μέσω του τραπεζικού συστήματος, είναι εγγύηση σταθερότητάς.
Για παράδειγμα, εάν χάναμε το waiver ο δανεισμός με ενέχυρο ελληνικούς τίτλους που δεν θα ήταν επιλέξιμοι από την ΕΚΤ θα ξεκινούσε από δυσμενέστερη βάση και όχι από το -0,50% , επιτόκιο από το οποίο οι τράπεζες επωφελούνται σήμερα πολλαπλώς, περνώντας αυτό το χαμηλό κόστος και στην οικονομία.
Αν οι ελληνικές τράπεζες αντλούσαν τη ρευστότητα αυτή μέσω της διατραπεζικής αγοράς και όχι μέσω ΕΚΤ (κάνοντας συμφωνίες επαναγοράς (repos) τα ομόλογα που τοποθετούν τώρα στην ΕΚΤ), αυτό θα γινόταν με πολύ υψηλότερο κόστος, που θα ήταν πιο κοντά σε αυτό των καταθέσεων. Έτσι, και οι ισολογισμοί τους θα πλήττονταν και το κόστος χρήματος θα αυξανόταν.
Αλλά και το σήμα προς τους επενδυτές από τις σημερινές αποφάσεις είναι σημαντικό, διότι ξέρουν πως οι ελληνικές τράπεζες και οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν είναι ειδική περίπτωση και πως έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα της ΕΚΤ, με το ίδιο κόστος με τα άλλα κράτη της ευρωζώνης.
Τέλος, σημερινή κίνηση είναι ένα ισχυρό μήνυμα προς τις αγορές πως η Ελλάδα πλέον αντιμετωπίζεται από τα κράτη και τους θεσμούς της ζώνης του ευρώ ως μια χώρα που προσεγγίζει με σταθερή προσήλωση την επενδυτική βαθμίδα.