Moody’s: Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα από τον πόλεμο στην Ουκρανία - Το καλό και κακό σενάριο
O αντίκτυπος της σύγκρουσης στην Ουκρανία και των επακόλουθων κυρώσεων στην οικονομία της Ελλάδας είναι αβέβαιος και εξαρτάται από το πώς θα εξελιχθεί η σύγκρουση, αναφέρει η Moody’s σε ανάλυσή της για το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας.
Η άμεση έκθεση της Ελλάδας στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι σχετικά περιορισμένη, επισημαίνει η Moody’s. Η Ρωσία αντιπροσώπευε μόνο περίπου το 2% τόσο των αφίξεων τουριστών όσο και των ταξιδιωτικών εισπράξεων πριν από την πανδημία. Επιπλέον, το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία και την Ουκρανία ανέρχεται στο μόλις 1%. Ωστόσο, ενώ το μερίδιο των εισαγωγών από την Ουκρανία είναι επίσης αμελητέο στο 0,6%, οι εισαγωγές από τη Ρωσία (κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο) αντιπροσωπεύουν το 9,5% των συνολικών εισαγωγών της Ελλάδας.
Αν και η Moody’s το θεωρεί απίθανο, μια ενδεχόμενη γενική απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου από την ΕΕ θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στην Ελλάδα επειδή το ενεργειακό της μείγμα κυριαρχείται από πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου (51%) και φυσικό αέριο (22%), και τα δύο εξαρτώνται πλήρως από τις εισαγωγές, και περίπου το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ελλάδας, το 11% των εισαγωγών αργού πετρελαίου και το 49% των εισαγωγών διυλισμένων πετρελαίου προέρχονται από τη Ρωσία. Επιπλέον, οι υψηλές τιμές ενέργειας θα διόγκωναν σημαντικά την αξία αυτών των εισαγωγών. Αυτό ισχύει και για το σιτάρι καθώς πάνω από το 25% των εισαγωγών σιταριού στην Ελλάδα προέρχεται από την Ουκρανία και τη Ρωσία.
Η Moody’s αναμένει ότι το εμπορικό έλλειμμα θα διευρυνθεί καθ' όλη τη διάρκεια του 2022 καθώς οι βασικές εισαγωγές γίνονται πιο ακριβές. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είχε ήδη επιταχυνθεί πριν από την εισβολή και έφτασε στο 7,2% σε ετήσια βάση τον Φεβρουάριο και στο 8% τον Μάρτιο, καθώς οι τιμές τόσο των τροφίμων όσο και των μη τροφίμων αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό. Ο οίκος αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός και θα φτάσει το 5% κατά μέσο όρο φέτος.
Η Moody’s αναμένει ότι το έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω το 2022 στο 5,8% του ΑΕΠ. Αυτό, ωστόσο, είναι ευρύτερο από την πρόβλεψή της πριν από τη στρατιωτική σύγκρουση και αντανακλά χαμηλότερη ανάπτυξη και τη δυνητικά υψηλότερη κρατική υποστήριξη για ευάλωτες ομάδες.
Η ισχυρότερη ανάπτυξη θα είναι το κλειδί για τη βελτίωση της δημοσιονομικής δυναμικής της Ελλάδας και τη μείωση του χρέους, όπως τονίζει ο οίκος, το οποίο αναμένει ότι θα διαμορφωθεί σε περίπου 191% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους και θα συνεχίσει να μειώνεται σε περίπου 185% μέχρι το τέλος του 2023. Ωστόσο, η πιο αδύναμη ανάπτυξη και οι εκτεταμένες επιδοτήσεις ενέργειας θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τις προγραμματισμένες προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης και να θέσουν κινδύνους για τις προβλέψεις του οίκου για το δημοσιονομικό ισοζύγιο και το χρέος της γενικής κυβέρνησης.
Ο οίκος επισημάνει πως το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας υποστηρίζεται από συγκριτικά υψηλά επίπεδα πλούτου και από ισχυρή στήριξη από τους πιστωτές της στη ζώνη του ευρώ. Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων από τον Ιούλιο του 2019 αρχίζει επίσης να έχει απτές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή δυναμική. Η ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από την πανδημία είναι επίσης ενδεικτική της βελτιωμένης ανθεκτικότητας της οικονομίας σε κραδασμούς και η σημαντική χρηματοδότηση από την ΕΕ θα ενισχύσει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Η ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους, τα υψηλά επίπεδα ταμειακών διαθεσίμων και οι ισχυροί δείκτες εξυπηρέτησης του χρέους ενισχύουν επίσης το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας.
Η βασική πιστωτική πρόκληση είναι το αυξημένο βάρος του χρέους, το τέταρτο υψηλότερο μεταξύ όλων χωρών που αξιολογεί η Moody’s, έτσι, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του μετά το 2030 εξαρτάται από την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και τη δημοσιονομική σύνεση. Επιπλέον, παρά την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η χαμηλή ποιότητα ενεργητικού και κερδοφορία συνεχίζουν να επιβαρύνουν τις ελληνικές τράπεζες.
Όπως επισημαίνει ο οίκος, η αξιολόγηση της Ελλάδας θα δεχόταν αναβάθμιση εάν η περαιτέρω πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έδινε απτά αποτελέσματα με τη μορφή ισχυρότερων επενδυτικών και αναπτυξιακών δυνατοτήτων. Μια ταχύτερη μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους από ό,τι προβλέπεται σήμερα θα ήταν επίσης θετική για την αξιολόγηση, όπως και η επίλυση των συνεχιζόμενων ζητημάτων ποιότητας του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.
Αντίθετα, η αξιολόγηση θα δεχόταν πίεση εάν οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις αναστραφούν, εάν μία αναζωπύρωση διαρκείας των κρουσμάτων του κορωνοϊού ή μια περαιτέρω κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων οδηγήσουν σε παρατεταμένη περίοδο συρρίκνωσης του ΑΕΠ και περαιτέρω σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους.