Ηλεκτρικό ρεύμα: Στα υψηλότερα επίπεδα της ΕΕ οι τιμές χονδρικής στην Ελλάδα
Θεατές σε ένα «θέατρο του παραλόγου» παραμένουν εκατομμύρια καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος που ακούν κάθε τόσο την κυβέρνηση να εξαγγέλλει παρεμβάσεις για το ρεύμα, αλλά βλέπουν τις τιμές χονδρικής να παραμένουν στα ύψη και την Ελλάδα να διαθέτει την πιο υψηλή τιμή ανά μεγαβατώρα στην ΕΕ.
Η χθεσινή χονδρική τιμή των 228,13 ευρώ ανά μεγαβατώρα ξεπεράσθηκε από τα 235,09 ευρώ ανά μεγαβατώρα, που είναι η τιμή σήμερα. Για το πανάκριβο φυσικό αέριο η πρόβλεψη για την συνεισφορά του στο μίγμα δίνει σήμερα κάλυψη 37,87%, για τις ΑΠΕ η συμμετοχή στο μίγμα είναι μόλις 27%, οι εισαγωγές ρεύματος καλύπτουν το 16,88%, η παραγωγή από λιγνιτικά εργοστάσια καλύπτει γύρω στο 8% και τα υδροηλεκτρικά μετέχουν στο μίγμα με 5,75%.
Σημειώνεται πως με τον νέο μηχανισμό που προωθεί η κυβέρνηση οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής θα αποζημιώνονται με βάση το πραγματικό τους κόστος και θα σταματήσει η δημιουργία υπερεσόδων για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας. Η διαφορά μεταξύ της χρηματιστηριακής τιμής και της αποζημίωσης που θα λαμβάνουν οι μονάδες θα διοχετεύεται στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) και θα χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Στη βάση αυτή, το επόμενο στοίχημα για την αγορά είναι σε τι ύψος θα μπει το πλαφόν ανά τεχνολογία με βάση το νέο μηχανισμό. Εφόσον αυτό μπει υψηλά, τότε από το ποσό που θα παρακρατείται στην πηγή, δηλαδή στην εκκαθάριση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας προκειμένου να διατεθεί στο Ταμειο Ενεργειακής Μετάβασης, θα αφαιρείται ένα μεγάλο μέρος από το κόστος των σταθερών τιμολογίων και των εκπτώσεων.
Το ύψος του πλαφόν θα καθορίσει και τα έσοδα των εταιρειών, δηλαδή τα περιθώρια που έχουν για να κάνουν εκπτωτική πολιτική και να συνεχίσουν να έχουν σταθερά τιμολόγια.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι ακόμη και αν λειτουργήσει αποτελεσματικά ο μόνιμος μηχανισμός με την επιβολή πλαφόν στην χονδρική και πάλι δεν καλύπτεται παρά ένα μέρος από τον συνολικό ετήσιο λογαριασμό. Εφόσον οι τιμές στα ενεργειακά χρηματιστήρια παραμείνουν υψηλά, τη διαφορά θα πρέπει να την καλύψουν οι καταναλωτές.