Ανεπαρκής η εποπτεία των συνοριακών ελέγχων εντός του χώρου Σένγκεν στη διάρκεια της πανδημίας
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς στον εποπτικό της ρόλο σε ένα πλαίσιο προκλήσεων για το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων που δημιούργησε η πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα ειδικής έκθεσης που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ).
Σύμφωνα με τους ελεγκτές, από τον Μάρτιο του 2020, τα κράτη μέλη επανέφεραν τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα. Ωστόσο, η εποπτεία των ελέγχων αυτών δεν ήταν ικανή να διασφαλίσει πλήρως την τήρηση των κανόνων Σένγκεν, οι οποίοι διευκολύνουν την ελεύθερη κυκλοφορία στην ΕΕ. Επιπλέον, οι ελεγκτές εστίασαν στην έλλειψη συντονισμού των ταξιδιωτικών περιορισμών που επέβαλλαν τα κράτη μέλη και, αφετέρου, στην ύπαρξη ασυνεπειών στην καθοδήγηση και στις συστάσεις της ΕΕ.
Οι ελεγκτές εξέτασαν το σύνολο των 150 κοινοποιήσεων των κρατών μελών σχετικά με τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα που υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μεταξύ Μαρτίου 2020 και Ιουνίου 2021. Από αυτές, οι 135 σχετίζονταν αποκλειστικά με την COVID-19.
Από την εξέταση αυτή προκύπτει σαφώς ότι οι κοινοποιήσεις δεν παρείχαν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι συνοριακοί έλεγχοι αποτελούσαν πράγματι μέτρο έσχατης ανάγκης, ή ότι ήταν αναλογικοί και περιορισμένης διάρκειας. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έχει κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει για συνοριακούς ελέγχους που επιβλήθηκαν πριν από την πανδημία.
Επίσης, η Επιτροπή δεν έλαβε όλες τις εκθέσεις που έπρεπε να της διαβιβαστούν εντός τεσσάρων εβδομάδων από την άρση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα. Όπως και στην περίπτωση των μέτρων ελέγχου που επιβλήθηκαν εξαιτίας της μεταναστευτικής κρίσης και των απειλών για την ασφάλεια πριν από την πανδημία COVID-19, η Επιτροπή δεν ζήτησε πρόσθετα στοιχεία, ούτε εξέδωσε σχετική γνώμη.
Η αξιολόγηση των ελεγκτών της ΕΕ είναι επομένως σαφής: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν προέβαινε στις ενδεδειγμένες εποπτικές ενέργειες, προκειμένου να εξακριβώνει κατά πόσον η επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα ήταν σύμφωνη με τη νομοθεσία Σένγκεν. Μια άλλη δυσκολία που αντιμετώπισε η Επιτροπή ήταν τα όρια που θέτει το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο όσον αφορά την εποπτεία των ταξιδιωτικών περιορισμών λόγω της COVID-19.
Μολονότι τα κράτη μέλη είναι αποκλειστικώς αρμόδια για την εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να προωθεί μια συντονισμένη προσέγγιση, ώστε να ελαχιστοποιείται ο αντίκτυπος στις διασυνοριακές μετακινήσεις εντός της ΕΕ. Για τον σκοπό αυτό εξέδιδε γενικώς έγκαιρη καθοδήγηση.
Όμως, σύμφωνα με τους ελεγκτές, οι οδηγίες αυτές σχετικά με τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα δεν ήταν αρκετά πρακτικές και εφαρμόσιμες. Η Επιτροπή επίσης ανέπτυξε πρωτοβουλίες για τον συντονισμό των μέτρων που επηρεάζουν την ελεύθερη κυκλοφορία.
Μία από αυτές ήταν η πλατφόρμα «Re-open EU», που εγκαινιάστηκε την 1η Ιουνίου 2020 για να υποστηρίξει την ασφαλή επανέναρξη των ταξιδιών και του τουρισμού σε ολόκληρη την ΕΕ. Ωστόσο, ένα και πλέον χρόνο αργότερα, εννέα κράτη μέλη (Βουλγαρία, Δανία, Γερμανία, Εσθονία, Γαλλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Φινλανδία και Σουηδία) δεν είχαν ακόμη υποβάλει επικαιροποιημένα στοιχεία. Ομοίως, η προσπάθεια της Επιτροπής να αντισταθμίσει την έλλειψη μιας δομής διακυβέρνησης κρίσεων συστήνοντας την ομάδα ενημέρωσης για τον κορονοϊό δεν κατέληξε στην εφαρμογή συνεπούς προσέγγισης.
Οι ελεγκτές της ΕΕ θεωρούν ότι οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας εξακολουθούσαν να είναι ασυντόνιστοι σε μεγάλο βαθμό και ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα για να μη δημιουργηθεί ένα συνονθύλευμα από μεμονωμένα μέτρα, πολύ διαφορετικό μάλιστα από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.