Πώς ο επίμονος πληθωρισμός λειτουργεί ως παγίδα χρέους

Προειδοποιήσεις για προσεκτική διαχείριση του δημοσίου χρέους και κυρίως για προσεκτική δημοσιονομική πορεία εν μέσω πληθωριστικής κρίσης διατυπώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση νομισματικής πολιτικής που κατέθεσε χθες στη Βουλή. Η κεντρική τράπεζα σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση καταδεικνύει πως το χρέος θα μπορούσε να «πέσει» σε πληθωριστική παγίδα, δίνοντας αρχικά την εντύπωση πως μειώνεται, ενώ την πραγματικότητα θα συμβαίνει το αντίθετο.
AP

Η ΤτΕ αναφέρει πως εξαιτίας των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων της περιόδου 2020-2022, τόσο το δημόσιο χρέος όσο και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου έχουν αυξηθεί και αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη έκθεση στον κίνδυνο υλοποίησης αρνητικών μακροοικονομικών σεναρίων, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα.

Στη βάση αυτή η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει πως μακροπρόθεσμα υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους του επίσημου τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο.

Κατά την ΤτΕ, εξαιτίας των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων της περιόδου 2020-2022 (συνολικού ύψους 40 δισ. ευρώ) και του πρόσθετου δανεισμού από ευρωπαϊκούς πόρους (NGEU, SURE), τόσο το δημόσιο χρέος όσο και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου έχουν αυξηθεί.

Ειδικότερα, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία παραμένουν πλέον οριακά στο επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο. Αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη έκθεση στον κίνδυνο υλοποίησης αρνητικών μακροοικονομικών σεναρίων, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα.

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους θα παραμείνουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα και οι ευρωπαϊκοί πόροι (NGEU) θα αξιοποιηθούν αποτελεσματικά.

Με δεδομένα τα προβλήματα που κληροδότησε η πανδημία στα δημόσια οικονομικά (υψηλά ελλείμματα, υψηλό δημόσιο χρέος), η δημοσιονομική πολιτική καλείται σήμερα, σε ένα περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας και πληθωριστικής έκρηξης, να διαχειριστεί τις επιπτώσεις του επίμονα υψηλού πληθωρισμού στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ώστε να μην ανακοπεί η πορεία ανάκαμψης μετά την πανδημία, και ταυτόχρονα να επιταχύνει τη διαδικασία αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας, επιδεικνύοντας ευελιξία και προσαρμοστικότητα.

Στο σημείο αυτό η ΤτΕ αναφέρει πως βραχυπρόθεσμα, μια πληθωριστική «έκπληξη», οριζόμενη ως η θετική διαφορά μεταξύ πραγματοποιούμενου (expost) και προβλεπόμενου (ex-ante) πληθωρισμού, ευνοεί τη δυναμική του δημόσιου χρέους. Αυτό συμβαίνει επειδή ένας μη αναμενόμενος αλλά μέτριος πληθωρισμός επιφέρει βραχυπρόθεσμες ευεργετικές επιδράσεις στο πρωτογενές αποτέλεσμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, αφού τα φορολογικά έσοδα υπολογίζονται επί του ονομαστικού ΑΕΠ.

Στην περίπτωση όμως του πληθωρισμού κόστους, οι δημόσιες δαπάνες με τη μορφή επιχορηγήσεων και επιδομάτων για το μετριασμό των υφεσιακών επιπτώσεων στο πραγματικό εισόδημα αυξάνονται, αντισταθμίζοντας εν μέρει τη θετική βραχυπρόθεσμη επίδραση στο πρωτογενές αποτέλεσμα. Οι δαπάνες αυτές ωστόσο θα πρέπει να είναι κατάλληλα στοχευμένες ώστε να αποφευχθεί η μετατροπή ενός πληθωρισμού κόστους σε πληθωρισμό τιμών-μισθών με επίμονες αρνητικές επιπτώσεις.

Μεσομακροπρόθεσμα όμως, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και των δημόσιων οικονομικών εξαρτάται από τη σταθερότητα των τιμών, αφού ένας επίμονα υψηλός πληθωρισμός μειώνει το πραγματικό εισόδημα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, περιορίζει την καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη και ως εκ τούτου το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Επιπλέον, προκαλεί πιέσεις στη δημοσιονομική πολιτική για αύξηση των δημόσιων δαπανών με σκοπό την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, με κίνδυνο την τροφοδότηση ενός πληθωρισμού τιμών-μισθών. Έντονες πιέσεις εξάλλου ασκούνται και στη νομισματική πολιτική για τον έλεγχο του πληθωρισμού με αυξήσεις των ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού, επιφέροντας μεσοπρόθεσμα αυξητικές επιδράσεις στη δυναμική του χρέους.

Όσον αφορά τη δυναμική του χρέους, η ΤτΕ καταλήγει στο ότι ένας υψηλός και επίμονος πληθωρισμός επιδρά τελικά αρνητικά στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αφού επιβραδύνει το ρυθμό της πραγματικής μεγέθυνσης και αυξάνει το ονομαστικό επιτόκιο δανεισμού, αλλά και τη μεταβλητότητα του πραγματικού επιτοκίου. Στην περίπτωση μάλιστα που η επιβράδυνση του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης συνοδεύεται από μεγάλη αύξηση του ονομαστικού κόστους δανεισμού, είναι δυνατόν να επηρεαστεί αρνητικά ο λόγος δαπανών εξυπηρέτησης χρέους προς ΑΕΠ, που αποτελεί δείκτη βιωσιμότητας του χρέους και κινδύνου χώρας.