Η Κομισιόν πληρώνει κάθε χρόνο 1 δισ. ευρώ σε εξωτερικούς συμβούλους - Αυξημένη αδιαφάνεια

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσλαμβάνει και χρησιμοποιεί εξωτερικούς συμβούλους με τρόπο που δεν διασφαλίζει πλήρως τη μεγιστοποίηση της οικονομικής αποδοτικότητας της σχετικής δαπάνης, ούτε διαφυλάσσει πλήρως τα συμφέροντά της. Αυτό είναι το συμπέρασμα σχετικής έκθεσης που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο.
Οι ελεγκτές της ΕΕ καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να βελτιώσει τον τρόπο με τον οποίο ασκεί τη σχετική διαχείριση
AP

Κατά τους ελεγκτές της ΕΕ, το πλαίσιο που διέπει τη χρήση των εν λόγω υπηρεσιών παρουσιάζει σημαντικά κενά, κάτι που ενέχει πιθανούς κινδύνους που σχετίζονται με τη συγκέντρωση παρόχων υπηρεσιών, την υπερβολική εξάρτηση και τις συγκρούσεις συμφερόντων, οι οποίοι δεν παρακολουθούνται όσο πρέπει. Οι ελεγκτές επισημαίνουν επίσης αδυναμίες στον τρόπο αξιολόγησης του έργου των συμβούλων και της προστιθέμενης αξίας του.

Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι το σύστημα πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν μπορεί να αποτυπώσει πλήρη εικόνα του τρόπου με τον οποίο αυτή χρησιμοποιεί τους εξωτερικούς συμβούλους. Αδιαμφισβήτητα, η Επιτροπή προσφεύγει όλο και περισσότερο σε εξωτερικούς συμβούλους για την παροχή διαφόρων συμβουλευτικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών. Τα τελευταία χρόνια συνάπτει ετησίως συμβάσεις αξίας περίπου 1 δισ. ευρώ για ευρύ φάσμα τέτοιων υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνονται συμβουλευτικές υπηρεσίες, μελέτες, αξιολογήσεις και ερευνητικές δραστηριότητες.

Οι εξωτερικοί πάροχοι συμμετέχουν κυρίως στην εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ που αφορούν τη γειτονία και τη διεύρυνση, τις διεθνείς εταιρικές σχέσεις, τα μέσα εξωτερικής πολιτικής, καθώς και τις δράσεις για το περιβάλλον και το κλίμα. Οι ελεγκτές εξέτασαν κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατάφερε να διασφαλίσει την οικονομική αποδοτικότητα της σχετικής δαπάνης και να διαφυλάξει τα συμφέροντά της.

Η ελεγκτές εντόπισαν κενά στο πλαίσιο που διέπει την πρόσληψη εξωτερικών συμβούλων. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις συμβουλευτικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες έρευνας —οι οποίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 80 % της αξίας των συμβάσεων που συνάπτονται με εξωτερικούς συμβούλους— δεν υπάρχει καθοδήγηση μέχρι ποιον βαθμό τα διάφορα καθήκοντα μπορούν να ανατεθούν σε εξωτερικούς συνεργάτες, τις υπηρεσίες που αυτοί προσφέρουν και τις δυνατότητες και ικανότητες που πρέπει να διατηρούνται εσωτερικά.

Επιπλέον, για ορισμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες που συνδέονται με την εκτέλεση επαναλαμβανόμενων καθηκόντων, η Επιτροπή, προτού διατυπώσει νέο αίτημα παροχής υπηρεσιών, δεν προβαίνει σε αναλύσεις κόστους-οφέλους, ούτε σε εκτιμήσεις αναγκών για τη συνεκτίμηση των σχετικών πλεονεκτημάτων της ανάθεσης σε εξωτερικούς παρόχους αντί σε εσωτερικούς υπαλλήλους. Μολονότι τα κριτήρια που χρησιμοποιούσε η Επιτροπή για την επιλογή των αναδόχων ήταν σωστά, η ίδια δεν παρακολουθούσε ούτε διαχειριζόταν όπως έπρεπε σημαντικούς κινδύνους που συνδέονταν με τη χρήση τους.

Στους κινδύνους αυτούς συγκαταλέγονται η συγκέντρωση παρόχων και η υπερβολική εξάρτηση από έναν σχετικά μικρό αριθμό τους.

Κατά την υπό εξέταση περίοδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνήψε συμβάσεις με 2.769 εξωτερικούς συμβούλους. Ωστόσο, στους δέκα σημαντικότερους από αυτούς αντιστοιχούσε το 22 % (περί τα 600 εκατ. ευρώ) της συνολικής αξίας των συμβάσεων της περιόδου αναφοράς του εν προκειμένω ελέγχου. Με άλλα λόγια, ορισμένες υπηρεσίες της Επιτροπής βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε σχετικά μικρό αριθμό αναδόχων.

Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο μεμονωμένοι πάροχοι να επιλέγονται για διαδοχικές συμβάσεις επί σειρά ετών, παρ’ όλο που διοργανώνονται ανοικτές διαγωνιστικές διαδικασίες σε τακτική βάση. Ο κίνδυνος συγκέντρωσης μικρού αριθμού εξωτερικών συμβούλων συνεπάγεται έναν περαιτέρω κίνδυνο, αυτόν της συχνής επιλογής ορισμένων παρόχων που έχουν ήδη συνεργαστεί εκτεταμένα με την Επιτροπή.

Ενδεικτικά, οι ελεγκτές της ΕΕ διαπίστωσαν ότι ορισμένοι πάροχοι προσέφεραν έναν συνδυασμό υπηρεσιών παροχής συμβουλών, εφαρμογής και αξιολόγησης σε μία συγκεκριμένη γενική διεύθυνση της Επιτροπής. Με τον τρόπο αυτό οι εν λόγω πάροχοι ενδέχεται να εξασφαλίζουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθώς εμπλέκονται στον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση συγκεκριμένης πολιτικής της ΕΕ. Η Επιτροπή διαθέτει διαδικασίες για τον εντοπισμό και την πρόληψη πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων.

Ωστόσο, οι εξακριβώσεις της είναι ως επί το πλείστον τυπικές και δεν μπορούν από μόνες τους να αποσοβήσουν τον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων.

Εξετάζοντας μεμονωμένες συμβάσεις, οι ελεγκτές της ΕΕ αναγνωρίζουν ότι η Επιτροπή, προτού προβεί στις σχετικές πληρωμές, επαληθεύει αν οι παρασχεθείσες υπηρεσίες ανταποκρίνονται στο απαιτούμενο επίπεδο ποιότητας. Επισημαίνουν όμως ότι η Επιτροπή δεν αξιολογούσε με συνέπεια τις επιδόσεις των εξωτερικών συμβούλων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των μελετών και των αξιολογήσεων. Μόνον ορισμένες γενικές διευθύνσεις εφαρμόζουν διαδικασίες άντλησης διδαγμάτων ή προβαίνουν σε εκ των υστέρων αξιολογήσεις της σχέσης κόστουςοφέλους.

Αλλά ακόμη και στις περιπτώσεις που όντως αντλούνται διδάγματα ή γίνονται αξιολογήσεις, οι σχετικές πληροφορίες δεν συλλέγονται σε κεντρικό επίπεδο, ώστε να εξασφαλίζεται η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των αποτελεσμάτων του έργου των εξωτερικών συμβούλων. Οι ελεγκτές θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο μειώνεται η ικανότητα της Επιτροπής να εντοπίζει πιθανούς τομείς που επιδέχονται βελτίωση και, αντίστοιχα, αυξάνεται ο κίνδυνος να επανεπιλέγονται σύμβουλοι των οποίων οι προηγούμενες επιδόσεις έχουν κριθεί ανεπαρκείς.

Δεδομένης της ευρείας χρήσης εξωτερικών συμβούλων, οι ελεγκτές της ΕΕ καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να βελτιώσει τον τρόπο με τον οποίο ασκεί τη σχετική διαχείριση, καθώς και να ενισχύσει τη διαφάνεια με την τακτική και ακριβή αναφορά στοιχείων σχετικά με την από μέρους της χρήση των υπηρεσιών εξωτερικών συμβούλων.