Στρατηγική Έξυπνης Εξειδίκευσης για να ξεπερασθούν οι αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας

Μια σειρά από αδυναμίες που λειτουργούν ως βαρίδια για την ελληνική οικονομία περιγράφονται στην πολυσέλιδη έκθεση για την Εθνική Στρατηγική Έξυπνης Εξειδίκευσης 2021-2027 που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Μια σειρά από αδυναμίες λειτουργούν ως βαρίδια για την ελληνική οικονομία
AP

Η έκθεση για την Εθνική Στρατηγική Έξυπνης Εξειδίκευσης 2021-2027 αναφέρει πως η χώρα παρουσιάζει παραγωγικό κενό συγκριτικά με τις δυνατότητές της και πως η παραγωγή πολλών προϊόντων χαρακτηρίζεται από υψηλό ενεργειακό κόστος ή και χρήση ενεργοβόρων διαδικασιών παραγωγής.

Επιπλέον, σε όρους διεθνούς ανταγωνισμού, ιδιαίτερα οι μικρές επιχειρήσεις της χώρας παρουσιάζουν χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα και το μέγεθός τους δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας. Εξάλλου, η χώρα διαχρονικά παρουσιάζει ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο ενώ σημειώνεται η υποχώρηση της προστιθέμενης αξίας της βιομηχανίας στη συνολική εγχώρια προστιθέμενη αξία, παρά την ενίσχυσή του μεριδίου της τα τελευταία έτη.

Επιπλέον, η παραγωγή της χώρας εξακολουθεί να είναι προσανατολισμένη κυρίως προς μη εμπορεύσιμους κλάδους. Ακόμα, σε τομείς όπως η αγροδιατροφή, η υγεία, η ενέργεια παρουσιάζεται υστέρηση στην καινοτομία και στις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη, περιορισμένη τεχνολογική ωριμότητα και περιορισμένη συνεργασία επιχειρήσεων με ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια. Επιπλέον, παρά τη γεωστρατηγική Θέση της χώρας, το σιδηροδρομικό της δίκτυο, οι λιμενικές υποδομές — εξαιρουμένων των λιμένων Πειραιά και Θεσσαλονίκης — καθώς και οι υποδομές logistics χρήζουν σημαντικών αναβαθμίσεων ή/και επεκτάσεων.

Σημειώνεται η σχετική καθυστέρηση στην επέκταση των υποδομών που αφορούν δίκτυα τηλεπικοινωνιών υψηλών και υπερυψηλών ταχυτήτων.

Πέρα των ανωτέρω, αδυναμίες παρουσιάζονται και στο θεσμικό πλαίσιο ορισμένων κλάδων. Στην περίπτωση του κλάδου Αειφόρου ενέργειας υφίσταται απουσία θεσμικού πλαισίου για την αποθήκευση ενέργειας, η οποία είναι εμφανής την τρέχουσα περίοδο με τη σημαντική αύξηση του κόστους ενέργειας και την ανάδειξη της σημασίας της ενεργειακής μετάβασης σε φιλικές προς το περιβάλλον μορφές παραγωγής ενέργειας που απαιτούν, όμως, υποδομές αποθήκευσής της. Στον κλάδο Βιοεπιστημών-Υγείας-Φαρμάκων υφίσταται ανάγκη εξορθολογισμού της διοικητικής διάρθρωσης του ΕΣΥ λόγω έλλειψης κατάλληλης νομοθεσίας Δημόσιας Υγείας, ενώ στην περίπτωση της φαρμακοβιομηχανίας οι θεσμικές και λειτουργικές ανεπάρκειες, όπως οι υποχρεωτικές εκπτώσεις (rebates) και επιστροφές (clawback), περιορίζουν την ανέλιξη του κλάδου. Στον κλάδο Ψηφιακών τεχνολογιών το θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι εναρμονισμένο με τις ανάγκες της ψηφιακής οικονομίας ενώ σε αυτό των Μεταφορών-Εφοδιαστικής αλυσίδας, το Θεσμικό πλαίσιο χαρακτηρίζεται από παθογένειες όπως η πολυνομία, οι νομοθετικές εκκρεμότητες κ.λπ..

Παράλληλα, εντοπίζονται και αδυναμίες χρηματοδοτησης. Συγκεκριμένα, στον κλάδο Αειφόρου ενέργειας είναι υψηλό το κόστος χρηματοδότησης ΑΠ[ γιατί ο επενδυτικός κίνδυνος θεωρείται υψηλότερος για λόγους που έχουν να κάνουν με το ρυθμιστικό πλαίσιο, αλλά και τις κοινωνικές αντιδράσεις. Στον κλάδο Περιβάλλοντος-Κυκλικής οικονομίας είναι περιορισμένη η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση δράσεων έρευνας, καινοτομίας και τεχνολογικής ανάπτυξης για τη διαχείριση και προστασία του περιβάλλοντος συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ η χρηματοδότηση για Έρευνα και Ανάπτυξη στο περιβάλλον από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους δεν είναι επαρκής. τον κλάδο Υγείας υπήρχε ελλιπής ρύθμιση θεμάτων χρηματοδότησης ώστε να επιτυγχάνεται αποδοτικότητα των πόρων αλλά και να υποστηρίζεται η βιωσιμότητα του συστήματος, ενώ σε αυτόν των Ψηφιακών τεχνολογιών υφίσταται ανεπάρκεια πόρων για Έρευνα και Ανάπτυξη σε τεχνολογίες Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών.

Τέλος, στον κλάδο Πολιτισμού-Τουρισμού-Δημιουργικών βιομηχανιών, οι δημιουργικές βιομηχανίες έχουν δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση, ενώ τόσο αυτές όσο και ο τομέας του πολιτισμού έχουν υψηλή εξάρτηση από τη δημόσια χρηματοδότηση.

Ως προς τις αδυναμίες στρατηγικού χαρακτήρα ο κλάδος Αγροδιατροφής παρουσιάζει χαμηλή παραγωγικότητα λόγω μικρού μεγέθους των εκμεταλλεύσεων και έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας μεταξύ των παραγωγών, ενώ υφίσταται υστέρηση κρίσιμων υποδομών (διαμετακόμισης, κεντρικών αγορών, υπηρεσιών ψυχρής μεταφοράς και αποθήκευσης, κ.λπ.) που θα μπορούσαν να μειώσουν το κόστος των πρώτων υλών και των τελικών προϊόντων. Στο κλάδο Αειφόρου ενέργειας υπάρχει έλλειψη ασφάλειας ενεργειακής τροφοδοσίας λόγω της υψηλής ενεργειακής εξάρτησης της χώρας που την καθιστά ευάλωτη σε πιθανές διακυμάνσεις των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, όπως συμβαίνει στην παρούσα χρονική συγκυρία. Στον κλάδο Περιβάλλοντος-Κυκλικής οικονομίας η χώρα παρουσιάζει υστέρηση στην παρακολούθηση αρκετών περιβαλλοντικών παραμέτρων (π.χ βιοποικιλότητα, πορεία κυκλικής οικονομίας), ενώ σε σχέση με τον κλάδο Υγείας, το δημόσιο σύστημα υγείας υστερεί ποσοτικά και ποιοτικά, δημιουργώντας επισφάλεια για τη δυνατότητα ανταπόκρισής του στην εγχώρια ζήτηση υπηρεσιών υγείας και στις προκλήσεις του μέλλοντος (π.χ. υγειονομικές κρίσεις). Σχετικά με τον κλάδο Ψηφιακών τεχνολογιών παρατηρείται έλλειψη πυξίδας ψηφιακού μετασχηματισμού για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων, ενώ και ο ρυθμός ενσωμάτωσης ψηφιακών τεχνολογιών σε αυτές είναι χαμηλός. Σωρευτικά στην ανωτέρω εικόνα επενεργεί η ψηφιακή υστέρηση της δημόσιας διοίκησης —παρά τις πρόσφατες αλλαγές λόγω της επιδημιολογικής κρίσης— η οποία λειτουργεί αποθαρρυντικά για την ανάληψη ιδιωτικών επενδύσεων. Στον κλάδο Υλικών-Κατασκευών μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι ο εντοπισμός μακροπρόθεσμων τάσεων και ο καθορισμός στρατηγικών κατευθυντήριων γραμμών, ενώ σημειώνεται ο περιορισμένος και χαμηλών ρυθμών βιομηχανικός εκσυγχρονισμός μηχανημάτων, διαδικασιών, κ.λπ. Σε ότι αφορά τον Πολιτισμό-Τουρισμό-Δημιουργικές βιομηχανίες υπάρχει εποχικότητα του τουριστικού προϊόντος αλλά και μη ισόρροπη ανάπτυξη των τουριστικών περιοχών. Παράλληλα, υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση ως προς την προστιθέμενη αξία και τα έσοδα του κλάδου, καθώς το 50% αυτών προέρχεται από τις Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία. Τέλος, σημειώνεται η μέτρια και επιφανειακή ανάδειξη του πολιτιστικού προϊόντος σε σχέση με τον τουρισμό.

Συνεχίζοντας με αδυναμίες που σχετίζονται με τη δικτύωση, στον Αγροδιατροφικό τομέα υφίστανται περιορισμένα οργανωμένα δίκτυα προώθησης προϊόντων στο εξωτερικό, ενώ στον κλάδο Αειφόρου ενέργειας υπάρχει αποσπασματική δικτύωση της πολιτικής Έρευνας και Ανάπτυξης με την ενεργειακή πολιτική λόγω της μη Θεσμοθέτησης εθνικών μακροχρόνιων στόχων. Στον κλάδο Υγείας-Φαρμάκου, οι μεγάλες επιχεφήσεις του χώρου του φαρμάκου δεν έχουν κατορθώσει έως τώρα να δράσουν ικανοποιητικά ως γέφυρες για την ένταξη των ΜμΕ και των ερευνητικών ομάδων στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, ενώ η ελληνική βιοφαρμακευτική βιομηχανία είναι μικρού μεγέθους, κατακερματισμένη και με περιορισμένες διεθνείς διασυνδέσεις. Στον κλάδο Ψηφιακών τεχνολογιών παρατηρείται μικρή συμμετοχή της εγχώριας οικονομίας σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας καθώς και περιορισμένη συνεργασία των επιχειρήσεων με δημόσιους ερευνητικούς φορείς και ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τέλος, στον κλάδο Πολιτισμού-Τουρισμού-Δημιουργικών βιομηχανιών υπάρχει μικρός βαθμός συνεργειών και συνεργασίας μεταξύ των cluster των δημιουργικών βιομηχανιών και των innovation hubs, ενώ και η διασύνδεση του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα με τον τουρισμό είναι πολύ μικρή.

Ολοκληρώνοντας με τις αδυναμίες σε σχέση με το ανθρώπινο δυναμικό, η διαρροή «εγκεφάλων» κατά τη διάρκεια της κρίσης στέρησε πολύτιμο, καταρτισμένο και υψηλά εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό κυρίως από τους κλάδους Αειφόρου ενέργειας, Βιοεπιστημών-Υγείας-Φαρμάκου, Ψηφιακών τεχνολογιών και Υλικών-Κατασκευών-Βιομηχανίας με σημαντικές επιπτώσεις στην επάρκεια του ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα της έρευνας, της καινοτομίας αλλά και της επιχειρηματικότητας. Στον κλάδο Αγροδιατροφής το σημαντικότερο πρόβλημα σε σχέση με το ανθρώπινο δυναμικό αφορά στη γήρανση και στην ανεπαρκή επαγγελματική εκπαίδευση του πληθυσμού που ασχολείται με τη γεωργία, ενώ στον κλάδο Περιβάλλοντος-Κυκλικής οικονομίας παρουσιάζονται ελλείμματα στην κατάρτιση και στη γνώση των Ελλήνων επιχειρηματιών στους κλάδους περιβαλλοντικής διαχείρισης, των ΑΠΕ και της πράσινης επιχειρηματικότητας. Στον κλάδο Ψηφιακών τεχνολογιών, εκτός από τα προβλήματα που δημιούργησε το brain drain υπάρχει ψηφιακός αναλφαβητισμός μερίδας του εργατικού δυναμικού, αλλά και αναντιστοιχία σπουδών με αγορά εργασίας, ενώ στον κλάδο Πολιτισμού-Τουρισμού-Δημιουργικών βιομηχανιών παρατηρούνται ελλείψεις δεξιοτήτων στον τομέα.