ΔΝΤ: Πώς θα μετριαστούν οι επιπτώσεις από μια διακοπή του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επιβαρύνει περαιτέρω τις προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης, με την ευρωπαϊκή οικονομία να αντιμετωπίζει σοβαρή οπισθοδρόμηση λόγω των εμπορικών, επενδυτικών και οικονομικών δεσμών με τις εμπόλεμες χώρες.
«Η Ευρώπη υφίσταται σήμερα μερική διακοπή των εξαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, τον μεγαλύτερο προμηθευτή ενέργειας της. Η προοπτική μιας άνευ προηγουμένου πλήρους διακοπής της τροφοδοσίας με αέριο, πυροδοτεί ανησυχίες για ελλείψεις φυσικού αερίου, ακόμη υψηλότερες τιμές και οικονομικές επιπτώσεις. Ενώ οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής κινούνται γρήγορα, δεν έχουν ένα σχέδιο διαχείρισης και ελαχιστοποίησης του αντίκτυπου», αναφέρει το ΔΝΤ σε ανάλυση του.
Οι τρεις εκθέσεις που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το ΔΝΤ εξετάζουν αυτά τα σημαντικά ζητήματα. Αναλύουν το πώς οι κατακερματισμένες αγορές και η καθυστερημένη μετακύλιση των τιμών μπορούν να επιδεινώσουν τις επιπτώσεις στην οικονομία της ΕΕ και πως θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Η ανάλυση του ΔΝΤ δείχνει ότι σε ορισμένες από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που έχουν πληγεί περισσότερο —την Ουγγαρία, τη Σλοβακική Δημοκρατία και την Τσεχική Δημοκρατία— υπάρχει κίνδυνος πτώσης έως και 40% της κατανάλωσης φυσικού αερίου και συρρίκνωσης του ΑΕΠ έως και 6%. Η Ιταλία θα αντιμετωπίσει επίσης σημαντικές επιπτώσεις λόγω της υψηλής εξάρτησής της από το φυσικό αέριο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι επιπτώσεις στην Αυστρία και τη Γερμανία θα ήταν λιγότερο σοβαρές, αλλά θα είναι σημαντικές, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα εναλλακτικών πηγών και τη δυνατότητα μείωσης της κατανάλωσης φυσικού αερίου στα νοικοκυριά. Οι οικονομικές επιπτώσεις θα ήταν μέτριες, πιθανώς κάτω από 1% του ΑΕΠ, για άλλες χώρες με επαρκή πρόσβαση στις διεθνείς αγορές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
Οι επιπτώσεις, ωστόσο, θα μπορούσαν να μετριαστούν με την εξασφάλιση εναλλακτικών προμηθειών και πηγών ενέργειας, την εξοικονόμηση ενέργειας, την προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών και την επέκταση των συμφωνιών για προμήθεια φυσικού αερίου μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Κατά το ΔΝΤ, η εξάρτηση από τη Ρωσία για φυσικό αέριο και άλλες πηγές ενέργειας ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανά χώρα. «Μια μείωση έως και 70% του ρωσικού φυσικού αερίου θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί βραχυπρόθεσμα με την πρόσβαση σε εναλλακτικές προμήθειες και πηγές ενέργειας», αναφέρει το Ταμείο και προσθέτει πως αυτό εξηγεί γιατί ορισμένες χώρες μπόρεσαν να σταματήσουν μονομερώς τις εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία.
Ωστόσο, το ΔΝΤ ξεκαθαρίζει πως η διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας θα ήταν πολύ πιο δύσκολη σε μια περίπτωση πλήρης διακοπής των Ρωσικών εξαγωγών. «Τα σημεία συμφόρησης θα μπορούσαν να μειώσουν την ικανότητα επαναδρομολόγησης φυσικού αερίου εντός της Ευρώπης λόγω της ανεπαρκούς ικανότητας εισαγωγής ή των περιορισμών μεταφοράς. Αυτοί οι παράγοντες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ελλείψεις από 15% έως 40% της ετήσιας κατανάλωσης σε ορισμένες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης», τονίζει το Ταμείο.
Σε σχέση με τον οικονομικό αντίκτυπο το Ταμείο μετά τις επιπτώσεις με δύο τρόπους. Ο ένας είναι μια προσέγγιση που υποθέτει ότι το φυσικό αέριο μπορεί να φτάσει όπου χρειάζεται και πως οι τιμές προσαρμόζονται. Η δεύτερη είναι μια προσέγγιση που πιθανολογεί ότι το φυσικό αέριο δεν μπορεί να πάει όπου χρειάζεται, ανεξάρτητα από το πόσο θα αυξηθούν οι τιμές.
Ωστόσο, η εκτίμηση του ΔΝΤ περιπλέκεται από το γεγονός ότι το πλήγμα στην ευρωπαϊκή οικονομία είναι ήδη ορατό. Στη βάση αυτή το Ταμείο εκτιμά μείωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το πρώτο εξάμηνο του 2022 κατά 0,2% του ΑΕΠ.
«Εάν οι αγορές της ΕΕ παραμείνουν ενοποιημένες τόσο εσωτερικά όσο και με τον υπόλοιπο κόσμο, η προσέγγισή μας υποδηλώνει ότι η παγκόσμια αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) θα συμβάλει στην εξάλειψη των οικονομικών επιπτώσεων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μειωμένη κατανάλωση κατανέμεται σε όλες τις χώρες που συνδέονται με την παγκόσμια αγορά. Στο ακραίο σενάριο, αν υποτεθεί ότι δεν υπάρχει επαρκής τροφοδοσία με LNG, ο αντίκτυπος μεγεθύνεται», αναφέρει το ΔΝΤ.
Το συμπέρασμα του ΔΝΤ είναι πως οι οικονομικές επιπτώσεις από τη διακοπή του ρωσικού αερίου μπορούν να μετριαστούν εν μέρει. «Οι κυβερνήσεις πρέπει να ενισχύσουν τις προσπάθειες για εξασφάλιση προμηθειών από τις παγκόσμιες αγορές LNG και από εναλλακτικές πηγές, να συνεχίσουν να μετριάζουν τα σημεία συμφόρησης στις υποδομές για την εισαγωγή και διανομή φυσικού αερίου, να σχεδιάσουν την κοινή χρήση προμηθειών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης σε ολόκληρη την ΕΕ, να ενεργήσουν αποφασιστικά για να ενθαρρύνουν την εξοικονόμηση ενέργειας προστατεύοντας τα ευάλωτα νοικοκυριά και να προετοιμαστούν έξυπνα προγράμματα δελτίων αερίου», καταλήγει η ανάλυση.