Υψηλότερες δόσεις φέρνουν τα αυξημένα επιτόκια της ΕΚΤ
Με δεδομένο μάλιστα ότι οι προβλέψεις ανεβάζουν το euribor 3μήνου πάνω από το 2% έως τα τέλη του χρόνου – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα διαμορφωθεί στο 2,05%– η επιβάρυνση της μηνιαίας δόσης για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο π.χ. 100.000 ευρώ και με αρχικό επιτόκιο 3%, αναμένεται να ξεπεράσει τα 100 ευρώ και ανάλογα με τη διάρκεια αποπληρωμής να φθάσει έως και τα 110 ευρώ σε σχέση με τη δόση που πλήρωναν τον Ιούλιο.
Πρόκειται για δάνεια που έχουν συναφθεί την τελευταία πενταετία, για τα οποία το μεγαλύτερο μέρος της δόσης είναι τόκοι, με συνέπεια οι δανειολήπτες αυτοί να είναι οι μεγάλοι χαμένοι της σημερινής ανόδου των επιτοκίων.
Για τις μικρές επιχειρήσεις η αύξηση του euribor 3μήνου από τα μέσα Ιουλίου μεταφράζεται σε επιβάρυνση της τάξης των 80 ευρώ τον μήνα για ένα μέσο δάνειο 200.000 ευρώ με αρχικό επιτόκιο 5,50%, η οποία όμως θα ξεπεράσει τα 200 ευρώ, εφόσον το euribor φτάσει το 2%, όπως λένε οι προβλέψεις.
Μια ακόμη μεγαλύτερη άνοδος έως και 2,50%, που αποτελεί την πρόβλεψη για το επόμενο έτος, σημαίνει ότι η αύξηση της μηνιαίας δόσης για το ίδιο δάνειο μεταφράζεται σε περίπου 260 ευρώ και αποτελεί μια σημαντική επιβάρυνση για μια μικρή επιχείρηση, που αντιμετωπίζει ήδη αυξημένο κόστος λειτουργίας.
H επιβάρυνση από την άνοδο των επιτοκίων είναι προς το παρόν ελεγχόμενη για τα νοικοκυριά που φέρουν δάνεια από το παρελθόν, π.χ. από το 2005-2008, και ήταν όλα τα τελευταία χρόνια συνεπή στις υποχρεώσεις τους. Αυτοί οι δανειολήπτες έχουν αποφύγει τη ρύθμιση των δανείων τους και συνεπώς και την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής των οφειλών τους.
Τα δάνεια αυτά έχουν κλείσει την περίοδο τοκοφορίας και έτσι οι δανειολήπτες αποπληρώνουν πλέον κυρίως κεφάλαιο και λιγότερο τόκους και είναι οι μεγάλοι ωφελημένοι της περιόδου των χαμηλών επιτοκίων, αφού έχουν πάρει δάνειο με μηδενικό επιτόκιο και χαμηλό spread και σήμερα δεν επηρεάζονται από την άνοδο των επιτοκίων. Αυτός είναι και ο λόγος που παρά την ανησυχία που υπάρχει, δεν διαπιστώνεται κύμα μετατροπής αυτών των δανείων από συμβάσεις κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερό.
Εκτός από τους δανειολήπτες που έχουν πάρει δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο την τελευταία πενταετία και οι οποίοι επιβαρύνονται στο ακέραιο την αύξηση των επιτοκίων, μεγάλοι χαμένοι είναι και αυτοί, τα δάνεια των οποίων έχουν μεταβιβαστεί σε funds.
Η πλειοψηφία αυτών των δανείων είναι σε βαθιά καθυστέρηση και έτσι οι ρυθμίσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς είτε από τις τράπεζες είτε από τις εταιρείες διαχείρισης, έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής τους, επιμηκύνοντας και την τοκοφόρο περίοδο.
Το σύνολο αυτών των δανείων είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο και με δεδομένο ότι έχουν ρυθμιστεί δύο και τρεις φορές μέχρι σήμερα, έχουν επιμηκύνει τη διάρκεια αποπληρωμής των οφειλών τους έως και τα 30 ή ακόμη και τα 40 χρόνια, χάνοντας έτσι το πλεονέκτημα να έχουν αφήσει πίσω τους την τοκοφόρο περίοδο του δανείου τους. Ετσι η επιβάρυνση που θα υποστούν από την άνοδο των επιτοκίων, θα αυξήσει περαιτέρω το κόστος εξυπηρέτησής τους, επιδεινώνοντας την ούτως ή άλλως δεινή οικονομική θέση στην οποία κατά τεκμήριο βρίσκονται αυτά τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.
Να σημειωθεί ότι τα δάνεια που έχουν πουληθεί σε funds ανέρχονται σε περίπου 89 δισ. ευρώ από τα οποία τα 25 δισ. ευρώ είναι στεγαστικά δάνεια, άλλα 19 δισ. ευρώ είναι περίπου τα καταναλωτικά δάνεια, 33 δισ. ευρώ είναι τα επιχειρηματικά δάνεια και 12 δισ. ευρώ τα δάνεια των ελεύθερων επαγγελματιών και των ατομικών επιχειρήσεων. Η επαναδιαπραγμάτευση αυτών των δανείων θα θέσει αυτούς τους δανειολήπτες σε δυσμενέστερη θέση μετά την άνοδο των επιτοκίων και ο κίνδυνος υποτροπής σε νέες καθυστερήσεις είναι ορατός.
Μεγάλοι χαμένοι είναι οι καταθέτες, οι οποίοι βλέπουν την πραγματική αξία των αποταμιεύσεών τους να εξανεμίζεται λόγω του υψηλού πληθωρισμού, αλλά και των εξαιρετικά χαμηλών αποδόσεων στις προθεσμιακές καταθέσεις.
Το μέσο επιτόκιο στις προθεσμιακές καταθέσεις διαμορφώνεται κοντά στο 0,10% και ο υψηλός πληθωρισμός που κινείται με ρυθμό 11,1%, οδηγεί σε διάβρωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Οι τράπεζες έχουν ανακοινώσει ότι θα περάσουν το μισό περίπου της αύξησης που έκανε χθες η ΕΚΤ, καθώς η υπερβάλλουσα ρευστότητα που υπάρχει στο τραπεζικό σύστημα –η αύξηση των καταθέσεων αθροίζει τα 41,7 δισ. ευρώ από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι σήμερα– δεν δημιουργεί πιέσεις για το κυνήγι καταθέσεων, περιορίζοντας τα οφέλη για τους καταθέτες.