Υποχωρεί διαρκώς το ευρώ έναντι του δολαρίου τροφοδοτώντας την ακρίβεια
Η συνεχιζόμενη διολίσθηση του ευρώ, που έχει υποχωρήσει κατά περίπου 12,6% έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους, τροφοδοτεί τις πληθωριστικές πιέσεις. Σήμερα το ενιαίο νόμισμα έφτασε να υποχωρεί στα 0,9850 δολάρια.
Η πτώση του ευρώ έναντι του δολαρίου, δεν σημαίνει για όλους τους κατοίκους των χωρών της ζώνης του ευρώ το ίδιο πράγμα. Σε περίοδο πολύ υψηλού πληθωρισμού, οι οικονομίες όπως η ελληνική που έχουν μικρή εξαγωγική δραστηριότητα και στηρίζονται στις υπηρεσίες, είναι πιο ευάλωτες με ένα αδύναμο ευρώ σε σχέση με άλλες μεγαλύτερες οικονομίες.
Προ διετίας θεωρούσαμε πως για την ευρωζώνη θα ήταν εμπόδιο ένα ανατιμημένο ευρώ, που θα πίεζε τις εξαγωγές και θα μείωνε την ανταγωνιστικότητα της. Ωστόσο, το πως εξελίχθηκαν οι καταστάσεις από την πανδημία και μετά και ειδικά μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μας υπενθύμισαν πως τα πράγματα δεν είναι ούτε απλά, ούτε μονοδιάστατα.
Το αδύναμο ευρώ ευνοεί αναμφίβολα τους εξαγωγείς και όσους έχουν στα χέρια τους ενεργητικό σε ξένο νόμισμα. Η πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας όχι μόνο καθιστά πιο ανταγωνιστικά στις ξένες αγορές τα προϊόντα, αλλά ουσιαστικά αυξάνει την αξία των εξαγωγών σε τοπικό νόμισμα, δηλαδή αυξάνει τα έσοδα από εξαγωγές. Και αυτό στην ελληνική περίπτωση γίνεται αισθητό στον τουριστικό κλάδο και ειδικά στις αφίξεις τουριστών που δεν προέρχονται από τη ζώνη του ευρώ. Ομοίως, γίνεται αισθητό και στις εισροές από τη ναυτιλία.
Τα ενισχυμένα κέρδη από τον τουρισμό ή τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες υπό άλλες συνθήκες θα μεταφράζονταν σε περισσότερες προσλήψεις, αύξηση μισθών ή επενδύσεις, στηρίζοντας συνολικά την οικονομική ανάπτυξη. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει, διότι η ακρίβεια έχει εκτιναχθεί σε τόσο μεγάλα ύψη που τα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων είναι δυσθεώρητα.
Οι μεγάλοι ηττημένοι από ένα αδύναμο νόμισμα είναι οι εισαγωγείς και όσοι έχουν χρέη σε ξένο νόμισμα. Η αγορά πρώτων υλών, όπως του πετρελαίου, βασικών μετάλλων ή σιτηρών, που όλα αποτιμώνται σε δολάριο, καθίσταται εξαιρετικά ακριβή. Και για την Ελλάδα οι ακριβές εισαγωγές είναι λιγότερο διαχειρίσιμες από ό,τι η διόγκωση των χρεών σε ξένο νόμισμα. Αν το ελληνικό χρέος δεν ήταν κατά 99% σε ευρώ και είχαμε εκδώσει κρατικό χρέος σε δολάριο, η εξυπηρέτηση αυτού του χρέους θα ήταν στην παρούσα περίοδο πιο ακριβή. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται ένα αισθητά υποτιμημένο ευρώ. Όσο το ευρώ υποτιμάται στηρίζει μεν τον τουρισμό και τις ελληνικές εξαγωγές, παράλληλα όμως κατατρώει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και δίνει ώθηση στον πληθωρισμό. Και δεδομένων των χαμηλών μισθών που έχουμε στην Ελλάδα η ακρίβεια καθίσταται αφόρητη και πυροδοτεί δευτερογενείς επιπτώσεις (π.χ. το brain drain). Αυτό δεν συμβαίνει σε όλη την ζώνη του ευρώ, αλλά είναι πρόβλημα σε πολλές χώρες.
Αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι πως η υποτίμηση ενός νομίσματος μπορεί να αποδώσει θετικά αποτελέσματα μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και μόνον εφόσον στηρίζεται σε κατάλληλη πολιτική (δημοσιονομική, εισοδηματική και παραγωγική). Για μία οικονομία όπως η ελληνική, μικρή σε μέγεθος και με στρεβλώσεις, το υποτιμημένο ευρώ διογκώνει τα εμπορικά ελλείμματα, χωρίς να γεννά πραγματικό όφελος σε επίπεδο ανταγωνιστικότητάς , καθώς το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών – μη συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων- κατευθύνεται σήμερα σε χώρες της ευρωζώνης.
Θα λύσει το πρόβλημα η αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της ΕΚΤ; Η αύξηση επιτοκίων είναι επιβεβλημένη και πρέπει να επιταχυνθεί, καθώς η ΕΚΤ έχει καθυστερήσει να αυξήσει τα επιτόκια της και βρίσκεται σε διαφορά φάσης σε σχέση με την Fed.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως η επίδραση των μεταβολών της νομισματικής πολιτικής στις τιμές εκδηλώνεται με χρονική υστέρηση. Αυτό σημαίνει ότι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ σήμερα δεν μπορεί να αποτρέψει την βραχυπρόθεσμη επίδραση που ασκούν στον πληθωρισμό οι απροσδόκητες εξελίξεις και οι διαταραχές της πραγματικής οικονομίας που βιώνουμε λόγω της πανδημίας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Ωστόσο, η νομισματική πολιτική μπορεί να ελέγξει την εξέλιξη των τιμών σε πιο μακροπρόθεσμους ορίζοντες και, κατ’ επέκταση, την « τάση » του πληθωρισμού, δηλαδή τη μεταβολή του επιπέδου των τιμών όταν η οικονομία έχει απορροφήσει πλήρως τις βραχυπρόθεσμες διαταραχές.
Τι σημαίνει αυτό; Πως το ευρώ θα παραμείνει αδύναμο για αρκετό διάστημα. Για αυτό το λόγο θα πρέπει οι κυβερνόντες στην Ελλάδα και την ευρωζώνη να λάβουν μέτρα για να προστατέψουν το εισόδημα των νοικοκυριών και τη βιωσιμότητά των επιχειρήσεων. Διαφορετικά θα κινδυνέψουμε να πορευθούμε με υψηλό πληθωρισμό και χαμηλή ανάπτυξη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και κάτι τέτοιο θα δοκιμάσει εκ νέου τις κοινωνικές αντοχές και στο τέλος θα θέσει ξανά υπό αμφισβήτηση τη συνοχή της ζώνης του ευρώ.