Περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων σχεδιάζει η ΕΚΤ

«Ακόμη κι αν αυξάνεται ο κίνδυνος της ύφεσης, είμαστε αποφασισμένοι να αυξήσουμε περαιτέρω τα επιτόκια, γιατί ζητούμενο είναι η ανάσχεση του πληθωρισμού». Με τη δήλωση αυτή, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ κατέστησε σαφές πως η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων για να ανακόψει την άνοδο του πληθωρισμού με κάθε κόστος, όσο κι αν αυξάνεται ο κίνδυνος της ύφεσης. Εδωσε, έτσι, τέλος σε υποθέσεις εργασίας πως ο κίνδυνος της ύφεσης μπορεί να αναγκάσει την τράπεζα σε αναδίπλωση και εσπευσμένη επιβράδυνση της στροφής σε περιοριστική νομισματική πολιτική.
AP

«Αποστολή μας είναι να διατηρήσουμε τη σταθερότητα των τιμών και οφείλουμε να το επιτύχουμε χρησιμοποιώντας όσα εργαλεία έχουμε στη διάθεσή μας», τόνισε η κ. Λαγκάρντ μιλώντας στο Delfi, ειδησεογραφικό δίκτυο της Λετονίας, και πρόσθεσε πως «τα στελέχη της τράπεζας είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%».

Η κ. Λαγκάρντ ουσιαστικά επανέλαβε δηλώσεις με τις οποίες συνόδευσε την περασμένη εβδομάδα τη νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης. Εδωσε, ωστόσο, μεγαλύτερη έμφαση όταν τόνισε ότι «είναι σαφές ποιος είναι ο προορισμός της πολιτικής μας και δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε αυτόν, γι’ αυτό και θα υπάρξουν περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων στο μέλλον». Δεν διευκρίνισε, βέβαια, σε ποιο επίπεδο ενδέχεται να φτάσουν τα επιτόκια. Εχουν προηγηθεί, μία ημέρα νωρίτερα, τα στοιχεία που φέρουν τον πληθωρισμό της ευρωζώνης να εκτοξεύεται περαιτέρω τον Οκτώβριο και παρά τις επανειλημμένες αυξήσεις των επιτοκίων να βρίσκεται πλέον στο εξαιρετικά ανησυχητικό επίπεδο του 10,7%.

Ως εκ τούτου η κ. Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι «ο πληθωρισμός βρίσκεται ακόμη σε πολύ υψηλά επίπεδα σε όλη την Ευρωζώνη και όσο περισσότερο παραμένει σε τέτοια υψηλά επίπεδα τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να επεκταθεί σε όλο το φάσμα της οικονομίας». Διευκρίνισε την εκτίμηση των οικονομολόγων για τον πληθωρισμό ότι καταναλωτές και επιχειρήσεις αρχίζουν να προεξοφλούν περαιτέρω άνοδο των τιμών στο μέλλον, «και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο».

Αναφορικά με τις τράπεζες της Ευρωζώνης, η κ. Λαγκάρντ τόνισε πως βρίσκονται σε σαφώς καλύτερη κατάσταση από εκείνη στην οποία βρίσκονταν εν τω μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι και πάλι «δεν πρέπει να επαναπαύεται κανείς». Πηγή ανησυχίας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις της Ευρωζώνης αποτελούν, πάντως, οι αυξήσεις των επιτοκίων και η προοπτική νέων αυξήσεων, καθώς αυξάνουν τις δόσεις των στεγαστικών δανείων και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των επιχειρήσεων. Σχετικά όμως με τις όποιες πολιτικές υιοθετούν κυβερνήσεις της Ευρωζώνης για να στηρίξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, η κ. Λαγκάρντ κάλεσε τις πολιτικές ηγεσίες «να διασφαλίσουν πως τα όποια μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής λάβουν θα είναι προσωρινά και στοχευμένα σε όσους τα χρειάζονται περισσότερο».

Παράλληλα με την κ. Λαγκάρντ, σε ανάλογες δηλώσεις προέβη και η Ιζαμπελ Σνάμπελ, στέλεχος της Δ.Σ. της τράπεζας, όταν μιλώντας στον γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό Deutschlandfunk Kultur τόνισε πως η ΕΚΤ προσπαθεί «να ελέγξει τη δυναμική του πληθωρισμού» με κύριο εργαλείο τις αυξήσεις των επιτοκίων. Η κ. Σνάμπελ πρόσθεσε πως τα οικονομικά μοντέλα που χρησιμοποιεί η ΕΚΤ για να προβλέψει τις εξελίξεις στο μέτωπο των τιμών έχουν τα όριά τους σε μια στιγμή που η γεωπολιτική κατάσταση και οι μηχανισμοί του παγκόσμιου εμπορίου αλλάζουν άρδην.