Προς νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης η ΕΕ
Στόχος είναι να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και να ενισχυθεί η βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη στην Ευρώπη, μέσω επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, αναφέρει η Κομισιόν σε ανακοίνωση της.
Οι νέες κατευθύνσεις επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι το πλαίσιο για την οικονομική διακυβέρνηση θα είναι απλούστερο, πιο διαφανές και αποτελεσματικό, με μεγαλύτερη εθνική ιδιοκτησία και καλύτερη επιβολή, επιτρέποντας παράλληλα μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις καθώς και τη μείωση των υψηλών δεικτών δημόσιου χρέους με ρεαλιστικό, σταδιακό και διαρκή τρόπο.
Με βάση το νέο σχέδιο, προτείνεται η μετάβαση σε ένα διαφανές πλαίσιο εποπτείας της ΕΕ με βάση τους κινδύνους που διαφοροποιεί τις χώρες λαμβάνοντας υπόψη και τις προκλήσεις του δημόσιου χρέους τους.
Οι κατευθύνσεις έχουν ως στόχο να διασφαλίσουν ότι το πλαίσιο είναι απλούστερο, πιο διαφανές και αποτελεσματικό, με μεγαλύτερη εθνική ιδιοκτησία και καλύτερη επιβολή, επιτρέποντας παράλληλα μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις και μείωση των υψηλών δεικτών δημόσιου χρέους με ρεαλιστικό, σταδιακό και διαρκή τρόπο. Με αυτόν τον τρόπο, το μεταρρυθμισμένο πλαίσιο θα συμβάλει στην οικοδόμηση της πράσινης, ψηφιακής και ανθεκτικής οικονομίας του μέλλοντος, διασφαλίζοντας παράλληλα τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών σε όλα τα κράτη μέλη, εκτιμά.
Προτείνεται η μετάβαση σε ένα διαφανές πλαίσιο εποπτείας της ΕΕ με βάση τους κινδύνους που διαφοροποιεί τις χώρες λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις του δημόσιου χρέους τους. Τα εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του προτεινόμενου πλαισίου της Επιτροπής. Θα ενσωματώσουν δημοσιονομικούς, μεταρρυθμιστικούς και επενδυτικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για την αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών όπου χρειάζεται, σε ένα ενιαίο ολιστικό μεσοπρόθεσμο σχέδιο, δημιουργώντας έτσι μια συνεκτική και εξορθολογισμένη διαδικασία. Τα κράτη μέλη θα έχουν μεγαλύτερο περιθώριο για τον καθορισμό της πορείας προς τη δημοσιονομική προσαρμογή, ενισχύοντας την «εθνική ιδιοκτησία» των δημοσιονομικών τους τροχιών.
Ένας ενιαίος επιχειρησιακός δείκτης – καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, δηλαδή οι δαπάνες που ελέγχονται από την κυβέρνηση – θα χρησιμεύει ως βάση για τον καθορισμό της πορείας της δημοσιονομικής προσαρμογής και την εκτέλεση της ετήσιας δημοσιονομικής εποπτείας, απλοποιώντας έτσι σημαντικά το πλαίσιο.
Ως μέρος του κοινού πλαισίου της ΕΕ, η Επιτροπή θα παρουσιάσει μια πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής αναφοράς, η οποία θα καλύπτει περίοδο τεσσάρων ετών, με βάση τη μεθοδολογία της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους. Αυτή η πορεία προσαρμογής αναφοράς θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το χρέος των κρατών μελών με σημαντικές ή μεσαίες προκλήσεις χρέους θα τεθεί σε μια εύλογη καθοδική πορεία και ότι το έλλειμμα θα παραμείνει αξιόπιστα κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ που ορίζεται στη Συνθήκη της ΕΕ.
Στη συνέχεια, τα κράτη μέλη θα υποβάλουν σχέδια που θα καθορίζουν τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική τους πορεία και τις δεσμεύσεις προτεραιότητας για μεταρρυθμίσεις και δημόσιες επενδύσεις. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να προτείνουν μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής, επεκτείνοντας την πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής έως και τρία χρόνια, όταν η πορεία υποστηρίζεται από μια σειρά δεσμεύσεων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους και ανταποκρίνονται σε κοινές προτεραιότητες και στόχους της ΕΕ.
Ως τρίτο βήμα, η Επιτροπή θα αξιολογούσε τα σχέδια, παρέχοντας θετική αξιολόγηση εάν το χρέος τοποθετηθεί σε καθοδική πορεία ή παραμείνει σε συνετή επίπεδα και το δημοσιονομικό έλλειμμα παραμείνει αξιόπιστα κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Το Συμβούλιο θα εγκρίνει τα σχέδια μετά από θετική αξιολόγηση από την Επιτροπή.
Τέλος, η Επιτροπή θα παρακολουθεί συνεχώς την εφαρμογή των σχεδίων. Τα κράτη μέλη θα υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις προόδου σχετικά με την εφαρμογή των σχεδίων για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής παρακολούθησης και τη διασφάλιση της διαφάνειας.
Θα δοθεί μεγαλύτερη δυνατότητα στα κράτη μέλη για τον σχεδιασμό των δημοσιονομικών τους τροχιών. Ταυτόχρονα, θέτουμε επίσης σε εφαρμογή πιο αυστηρά εργαλεία επιβολής της ΕΕ για να διασφαλίσουμε την παράδοση. Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος με βάση το έλλειμμα (EDP) θα διατηρηθεί, ενώ η EDP που βασίζεται στο χρέος θα ενισχυθεί. Θα ενεργοποιείται όταν ένα κράτος μέλος με χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ παρεκκλίνει από τη συμφωνημένη πορεία δαπανών.
Οι μηχανισμοί επιβολής θα ενισχυθούν: η χρήση οικονομικών κυρώσεων θα γίνει πιο αποτελεσματική. Οι μακροοικονομικοί όροι για τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Ανάκαμψης θα εφαρμοστούν με παρόμοιο πνεύμα, δηλαδή η χρηματοδότηση της ΕΕ θα μπορούσε επίσης να ανασταλεί όταν τα κράτη μέλη δεν έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τη διόρθωση του υπερβολικού τους ελλείμματος.
Επιπλέον, ένα νέο εργαλείο θα διασφάλιζε την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των επενδυτικών δεσμεύσεων που θα στηρίξουν μια μακρύτερη διαδρομή προσαρμογής. Η αποτυχία υλοποίησης των μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο περιοριστική πορεία προσαρμογής και, για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων.
Επί των παραπάνω, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να καταλήξουν σε συναίνεση ενόψει των δημοσιονομικών διαδικασιών των κρατών μελών για το 2024.
Η Επιτροπή θα εξετάσει το ενδεχόμενο κατάθεσης νομοθετικών προτάσεων με βάση τη σημερινή ανακοίνωση και τις επακόλουθες συζητήσεις. Θα παράσχει και πάλι καθοδήγηση για τη δημοσιονομική πολιτική για την επόμενη περίοδο το πρώτο τρίμηνο του 2023. Αυτή η καθοδήγηση θα διευκολύνει τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών και την προετοιμασία των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης των κρατών μελών για το 2024 και μετά.