Πώς θα λειτουργεί η «α λα καρτ» μείωση χρέους που προτείνει η ΕΕ

Χωρίς έναν γενικό κανόνα, αλλά προσαρμοσμένη στις ανάγκες και στις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας, είναι η πρόταση της Κομισιόν για τη μείωση του χρέους των κρατών-μελών. 
AP

Η Κομισιόν, βάσει της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους του κάθε κράτουςμέλους, θα εισηγείται μια δημοσιονομική διαδρομή που θα διασφαλίζει την καθοδική πορεία του χρέους. Στη συνέχεια τα κράτη-μέλη θα υποβάλλουν τα σχέδιά τους, που θα περιλαμβάνουν και μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις οι οποίες θα διασφαλίζουν τη δημοσιονομική πορεία εξυγίανσης.

Τα σχέδια αυτά θα εγκρίνονται από το συμβούλιο υπουργών, κατόπιν εισήγησης της Κομισιόν. Αυτή η α λα καρτ προσέγγιση είναι ασφαλώς πιο ευέλικτη από τους γενικούς κανόνες κι αυτό ικανοποιεί την Ελλάδα.

Ενα βασικό στοιχείο της πρότασης, που είναι ασφαλώς θετικό για την Ελλάδα, είναι η κατάργηση του λεγόμενου κανόνα του 1/20, δηλαδή της υποχρέωσης μείωσης του χρέους κάθε κράτους-μέλους κάθε χρόνο κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού του 60% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο θα υποχρέωνε την Ελλάδα να εμφανίζει εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα 6%-7% του ΑΕΠ ετησίως, βυθίζοντάς τη σε λιτότητα και στερώντας της αναπτυξιακά «καύσιμα». Βεβαίως, στην πράξη αυτός ο κανόνας είχε καταστρατηγηθεί, αλλά οπωσδήποτε έπρεπε να καταργηθεί και τυπικά.

Η πρόταση της Κομισιόν ενδιαφέρεται φυσικά για τη μείωση του χρέους, αλλά τη «βλέπει» να επιτυγχάνεται με διαφορετικό τρόπο. Βάζει στην άκρη την εφαρμογή ενός γενικού κανόνα για όλους και προκρίνει μια προσέγγιση προσαρμοσμένη στις ανάγκες και στις δυνατότητες του κάθε κράτους-μέλους.

Στη βάση της θα βρίσκεται ένα «ολιστικό μεσοπρόθεσμο σχέδιο», όπως το χαρακτηρίζει, που θα ενσωματώνει όχι μόνο δημοσιονομικούς στόχους, αλλά και μεταρρυθμιστικούς και επενδυτικούς, διάρκειας 4 ετών, με δυνατότητα παράτασης για άλλα 3.

Κρίσιμο ρόλο στα σχέδια αυτά και σημείο αναφοράς για τον έλεγχο της εφαρμογής τους θα αποτελεί η πορεία των «καθαρών πρωτογενών δαπανών», που θα συμφωνείται, ώστε να διασφαλίζεται η καθοδική πορεία του χρέους. Στην πράξη η αύξηση των δαπανών αυτών δεν μπορεί να ξεπερνάει την αύξηση του μεσοπρόθεσμου ΑΕΠ. Στα αρνητικά για την Αθήνα είναι ότι δεν εξαιρούνται οι επενδύσεις, ούτε οι αμυντικές δαπάνες.

Η παρακολούθηση και κυρίως οι κυρώσεις που προβλέπει η πρόταση της Κομισιόν είναι πιο αμφιλεγόμενες. Η Κομισιόν επιχειρεί να τηρήσει τις ισορροπίες με τους «βόρειους», προτείνοντας «αυστηρότερους κανόνες εφαρμογής, ώστε να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα», όπως αναφέρει η ανακοίνωσή της.

Συγκεκριμένα, γίνεται αυστηρότερη η λεγόμενη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος» όσον αφορά την παραβίαση των δεσμεύσεων για το χρέος. Ετσι, αν ένα κράτος-μέλος παρεκκλίνει από την οροφή δαπανών, ενεργοποιείται η διαδικασία.

Σύμφωνα με την πρόταση, τα μεν πρόστιμα που προβλέπονται ήδη (και που επίσης αποδείχθηκαν συχνά ανεφάρμοστα) γίνονται χαμηλότερα, αλλά θα προβλέπεται η αναστολή χρηματοδότησης από τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Ανάκαμψης σε περίπτωση που δεν λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα από τους παραβάτες των συμφωνιών.

Η επιτήρηση θα είναι ακόμη αυστηρότερη για τα κράτη που έχουν επωφεληθεί από προγράμματα στήριξης, όπως η Ελλάδα, με το σκεπτικό ότι πρέπει να είναι σε θέση να αποπληρώνουν τα χρέη τους. Ειδικά για τις υπερχρεωμένες χώρες προβλέπονται πιο «σφιχτές» προθεσμίες μείωσης του χρέους τους και πιο εύκολη ένταξη στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, κάτι με το οποίο ήδη εξέφρασε τη διαφωνία της η Ιταλία. Η πρόταση αυτή θεωρείται ότι δύσκολα θα περάσει.