Stop στις επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ

Οι κεντρικές τράπεζες θα αποφύγουν τις επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων εφεξής, καθώς η ύφεση χτυπάει την πόρτα των οικονομιών τους, ενώ οι έως τώρα κινήσεις τους δείχνουν να οδηγούν ήδη σε αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Associated Press

Σε αυτή την εκτίμηση συγκλίνουν οι οικονομολόγοι μετά τις τελευταίες συνεδριάσεις των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, αλλά και έπειτα από τα τελευταία στοιχεία που φέρουν τον πληθωρισμό των ΗΠΑ να αποκλιμακώνεται στο 7,7% τον Οκτώβριο από το 8,2% τον Σεπτέμβριο.

Οι αγορές δίνουν έτσι μεγαλύτερες πιθανότητες η επόμενη κίνηση των ΕΚΤ, Fed και των κεντρικών τραπεζών Αγγλίας, Ελβετίας και Καναδά να είναι μια αύξηση επιτοκίων κατά 50 και όχι κατά 75 μονάδες βάσης, και για το επόμενο έτος προβλέπουν ακόμη μικρότερες αυξήσεις.

Προς επίρρωσιν των εκτιμήσεών τους, ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας και στέλεχος του Δ.Σ. της ΕΚΤ Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό μιλώντας χθες στο Reuters δήλωσε πως η ΕΚΤ θα εξακολουθήσει να αυξάνει τα επιτόκια, αλλά δεν πρόκειται να γίνουν κανόνας οι επιθετικές αυξήσεις.

Οπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, αυξάνονται διαρκώς τα στοιχεία που κατατείνουν σε επιβράδυνση της ανάπτυξης και μείωση του ΑΕΠ. Οι δείκτες υπευθύνων προμηθειών (ΡΜΙ) της S&P Global καταδεικνύουν επιβράδυνση σε ΗΠΑ, Βρετανία και Ευρωζώνη από τον Οκτώβριο, ενώ ο παγκόσμιος δείκτης νέων παραγγελιών έχει υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα που έχει σημειώσει από την άνοιξη του 2020, στην κορύφωση της πανδημίας.

Ομοίως, οι δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα σε πολλές χώρες, καθώς ο πληθωρισμός και η αύξηση του κόστους δανεισμού έχουν οδηγήσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σε «πάγωμα» δαπανών. Ταυτοχρόνως, οικονομολόγοι και διεθνείς οργανισμοί αναθεωρούν επί τα χείρω τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη των ανεπτυγμένων οικονομιών το 2023 και προβλέπουν ύφεση για τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Βρετανία. Ο καταιγισμός των αρνητικών στοιχείων και προβλέψεων οδηγεί τους οικονομολόγους στην εκτίμηση ότι δεν επίκεινται νέες επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων.

Μιλώντας στους Financial Times, ο Τζέιμς Πομερόι, οικονομολόγος της HSBC, αναφέρθηκε στις δηλώσεις των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, τις οποίες ερμήνευσε ως «σαφές μήνυμα» πως «οδεύουμε προς μια περίοδο ηπιότερων αυξήσεων των επιτοκίων, ανάλογων όσων έχουμε δει σε Αυστραλία, Καναδά και Νορβηγία».

Ομοίως η Τζένιφερ Μακ Κέον, επικεφαλής των οικονομολόγων της Capital Economics, εξέφρασε την εκτίμηση πως οι ιθύνοντες της νομισματικής πολιτικής θεωρούν ότι οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων έχουν αρχίσει να επηρεάζουν τις τιμές καταναλωτή.

Προσέθεσε μάλιστα πως «περιμένουμε ότι οι κεντρικές τράπεζες θα επιβραδύνουν τον ρυθμό των αυξήσεων εξαιτίας ενός συνδυασμού αποδυνάμωσης των οικονομιών, αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά και του γεγονότος ότι ήδη τα επιτόκια είναι υψηλότερα από τα επίπεδα ισορροπίας, εκείνα δηλαδή που ούτε περιορίζουν την ανάπτυξη ούτε της δίνουν ώθηση». Η Capital Economics εκτιμά πως οι περισσότερες από τις τουλάχιστον 20 κεντρικές τράπεζες που παρακολουθεί θα προχωρήσουν σε αυξήσεις επιτοκίων 50 μ.β. ή ακόμη και μόνο 25 μ.β.

Οπως επισημαίνουν οι FT, οι απόψεις που εκφράζουν τα «γεράκια» των κεντρικών τραπεζών υπερίσχυσαν το φθινόπωρο, με αποτέλεσμα σειρά αυξήσεων επιτοκίων, όμοιες των οποίων έχουμε να δούμε εδώ και δεκαετίες. Οι 20 μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες έχουν αυξήσει τα επιτόκια συνολικά κατά σχεδόν 11 εκατοστιαίες μονάδες από τον Αύγουστο. Εξαίρεση αποτελεί η Τράπεζα της Ιαπωνίας που δεν έχει αυξήσει τα επιτόκια τα τελευταία 15 χρόνια και δεν αναμένεται να τα αυξήσει στο εγγύς μέλλον, όπως και οι κεντρικές τράπεζες Ρωσίας και Τουρκίας που έχουν μειώσει το κόστος δανεισμού. Στο ίδιο χρονικό διάστημα μόνον οι αυξήσεις των ΕΚΤ, Fed, της Τράπεζας της Αγγλίας και του Καναδά έφθασαν συνολικά στις 5,5 εκατοστιαίες μονάδες και κάθε μία από αυτές τις κεντρικές τράπεζες προχώρησε σε τουλάχιστον μία αύξηση 75 μ.β.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη Fed, δεν είχε αποφασίσει αύξηση 75 μ.β. μετά το 1994 και τώρα προχώρησε σε τέσσερις συναπτές αυξήσεις αυτού του μεγέθους από τον Ιούνιο. Ετσι τα επιτόκια του δολαρίου κυμαίνονται πλέον από 3,75% έως 4%. Από την πλευρά της η ΕΚΤ προχώρησε επίσης σε δύο αυξήσεις 75 μ.β. τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, φθάνοντας το βασικό επιτόκιο καταθέσεων στο 1,5% και έχοντας καταγράψει την πιο επιθετική στροφή σε περιοριστική νομισματική πολιτική την οποία έχει τολμήσει έως τώρα στα 24 χρόνια της ιστορίας της.