Γιατί οι τιμές των προϊόντων στην Ελλάδα είναι δυσανάλογα υψηλές
Η μεγάλη εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές σε πρώτες και δεύτερες ύλες, το μικρό μέγεθος της αγοράς, το οποίο δεν προσφέρεται για ανταγωνισμό στις τιμές κυρίως από τους προμηθευτές, Ελληνες και κυρίως ξένους, τα προβλήματα στις σχέσεις λιανεμπόρων και προμηθευτών που εξακολουθούν να υπάρχουν, παρά τις κατά καιρούς επισημάνσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού και των εξαγγελιών των κυβερνήσεων περί νομοθεσίας για «καθαρές» τιμές, αποτελούν τις κύριες εγγενείς αιτίες για το διαχρονικό φαινόμενο της ακρίβειας στη χώρα μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι πέρα από τη διαφορά που υπάρχει συχνά σε απόλυτες τιμές σε όμοια προϊόντα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, με την Ελλάδα να εμφανίζεται ακριβότερη σε σύγκριση με χώρες όπου η αγοραστική δύναμη είναι υψηλότερη (π.χ. η Γερμανία και η Γαλλία), στην τελευταία αυτή κρίση, ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ελλάδα ήταν από τον περυσινό Νοέμβριο μέχρι και τον Αύγουστο σταθερά υψηλότερος από αυτόν στην Ευρωζώνη, με την «ψαλίδα» να ανοίγει ακόμη και κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες.
Στους παραπάνω παράγοντες θα πρέπει να προστεθεί και ο υψηλός ΦΠΑ, με τον οποίο επιβαρύνονται τα τρόφιμα στην Ελλάδα, με τους συντελεστές να βρίσκονται στο 13% και 24%, επίπεδα που συγκρίνονται μόνο με αυτά της Σουηδίας και της Δανίας. Η Ιρλανδία έχει μηδενικό ΦΠΑ για τα βασικά τρόφιμα, η Ισπανία και η Ιταλία 4%, η Γαλλία 5,5%, εξαιρώντας μόνο τα ζαχαρώδη, τις σοκολάτες, τις μαργαρίνες και το... χαβιάρι, η Γερμανία 7%.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της εξάρτησης από βασικές πρώτες ύλες, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ψωμιού και σειράς τροφίμων με βασική πρώτη ύλη το αλεύρι. Το ψωμί παράγεται από αλεύρι που κυρίως προέρχεται από μαλακό σιτάρι, προϊόν που στην Ελλάδα καλλιεργείται σε πολύ μικρό βαθμό σε αντίθεση με το σκληρό σιτάρι, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή ζυμαρικών.
Η Ελλάδα από την εγχώρια παραγωγή καλύπτει μόνο το 10% των αναγκών της σε μαλακό σιτάρι και όλο το υπόλοιπο το εισάγει. Μέχρι την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, μάλιστα, το 30% των αναγκών της καλυπτόταν από εισαγωγές που γίνονταν από τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 1984 η Ελλάδα ήταν πλεονασματική σε μαλακό σιτάρι, όμως οι υψηλές επιδοτήσεις στο σκληρό σιτάρι, κάτι που είχε προωθήσει η Ιταλία για τους δικούς της λόγους, οδήγησαν πολλούς Ελληνες καλλιεργητές να στραφούν στην καλλιέργεια μαλακού σιταριού.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, τον Οκτώβριο η τιμή του ψωμιού στην Ελλάδα είχε αυξηθεί σε ετήσια βάση κατά 19,4% έναντι αύξησης στην Ευρωζώνη 16,2%. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι φέτος, με βάση τα στοιχεία εννεαμήνου, καταγράφεται έλλειμμα στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων ύψους 547,07 εκατ. ευρώ έναντι πλεονάσματος 295,74 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
Στο γεγονός ότι, πρώτον, δεν παράγονται στην Ελλάδα και, δεύτερον, στο μικρό μέγεθος της εγχώριας αγοράς αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό το ότι πολλά προϊόντα πολυεθνικών ομίλων τιμολογούνται υψηλότερα εδώ σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Για να είναι επαρκώς κερδοφόρα η δραστηριότητα των εταιρειών στη μικρή ελληνική αγορά, όπου μάλιστα λόγω γεωγραφικής θέσης η αποστολή των προϊόντων έχει και μεγαλύτερο κόστος σε σύγκριση με χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, τα προϊόντα πωλούνται με υψηλότερο περιθώριο κέρδους.