«Πράσινο φως» από την ΕΕ για την τελευταία δόση ελάφρυνσης χρέους
«Πράσινο φως» για την τελευταία δόση ελάφρυνσης χρέους, συνολικής αξίας 6 δισ. ευρώ, άναψε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την 1η μετα-προγραμματική αξιολόγηση της Ελλάδας, μετά τη λήξη της ενισχυμένης εποπτείας.
Η αξιολόγηση καταλήγει σε θετικό τελικό συμπέρασμα και έτσι καλούνται οι υπουργοί Οικονομικών να συναινέσουν στην 8η και τελευταία επιστροφή κερδών των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα (SMPS και ANFAS), αλλά και στην απαλλαγή από το επιτοκιακό περιθώριο (step up margin) 2% που είχε επιβληθεί σε δάνειο του 2012 από τον EFSF για επαναγορά χρέους και θα πληρωνόταν έως το 2049.
Ωστόσο, η έκθεση καταγράφει σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, όπως και κάποιες καθυστερήσεις στην εκπλήρωση των 22 προαπαιτούμενων, που είχαν «μεταφερθεί» από την περίοδο της ενισχυμένης εποπτείας στην απλή μεταπρογραμματική παρακολούθηση.
Συγκεκριμένα, καθυστερήσεις επισημαίνονται στον τομέα της πρωτοβάθμιας υγείας, στον θεσμό του προσωπικού γιατρού, καθώς και στην κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας, που παραπέμπεται για τον Μάρτιο του 2023. Ως προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, διαπιστώνεται μείωσή τους, αλλά παραμένουν πάνω από τους στόχους, περιλαμβανομένων των συντάξεων, όπως επισημαίνεται. Ετσι, μπήκε νέα προθεσμία για τις συντάξεις ο Φεβρουάριος του 2023 και για τις υπόλοιπες οφειλές ο Δεκέμβριος του 2022. Ελαφρά καθυστέρηση σημειώνεται και στις πληρωμές των εγγυήσεων του Δημοσίου που κατέπεσαν.
Προκλήσεις βλέπει η Κομισιόν για τις τράπεζες, καθώς διαπιστώνει πρόωρες ενδείξεις αύξησης ληξιπρόθεσμων οφειλών, αλλά και αργούς ρυθμούς στη διευθέτηση οφειλών που βρίσκονται στα χέρια των servicers. H έκθεση καλεί, μάλιστα, την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τη νομική αβεβαιότητα που προκάλεσε η απόφαση του Αρείου Πάγου να μην επιτρέπεται στους servicers να προχωρούν σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Η επιβράδυνση της οικονομίας και η αύξηση του κόστους δανεισμού αποτελούν επίσης κινδύνους για την κερδοφορία των τραπεζών, σημειώνει η έκθεση της Κομισιόν.
Η έκθεση συνοδεύεται από ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι σε θέση να εξυπηρετεί το χρέος της, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνει σε περιοχή πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2023. Γενικά, η Ελλάδα αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους βραχυπρόθεσμα, υψηλούς μεσοπρόθεσμα και μέτριους μακροπρόθεσμα και η εικόνα είναι βελτιωμένη σε σύγκριση με την προηγούμενη έκθεση βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, η ανάλυση βασίζεται σε παραδοχή για πρωτογενή πλεονάσματα 3,1% του ΑΕΠ για αρκετές δεκαετίες, που είναι εξαιρετικά φιλόδοξο, όπως στην ίδια την έκθεση επισημαίνεται.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι το κόστος των μέτρων στήριξης κατά της ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα ήταν από τα υψηλότερα στην Ε.Ε., αλλά τα περισσότερα από αυτά δεν ήταν στοχευμένα στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις και δεν έστειλαν το μήνυμα για εξοικονόμηση ενέργειας. Παρά τη διόρθωση που έγινε τελευταία, υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης, επισημαίνεται.
Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν υψηλοί, καθώς μια ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση ή και ύφεση θα μπορούσε να υπονομεύσει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος. Επίσης, ο πληθωρισμός μπορεί να ασκήσει πιέσεις για αυξήσεις μισθών στο Δημόσιο ή στήριξη των ευάλωτων.