Ανατροπές στον χάρτη του παγκόσμιου εμπορίου
Η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία, το Brexit και ο σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος λειτούργησαν αποσταθεροποιητικά, διέρρηξαν τις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και υπονόμευσαν το παγκόσμιο εμπόριο. Οι ειδικοί επί θεμάτων διεθνούς εμπορίου διαφωνούν και μιλούν, αντιθέτως, για μια «επανα-παγκοσμιοποίηση», μια παγκοσμιοποίηση με άλλους όρους, στο πλαίσιο της οποίας οι πολυεθνικές προσαρμόζουν τα εμπορικά τους δίκτυα έτσι ώστε να μπορούν να ελιχθούν ανάμεσα στις νέες οικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις ή και να συμβιβαστούν με αυτές.
Οι εφοδιαστικές αλυσίδες ενδέχεται να γίνουν πιο συμπαγείς και πιο αξιόπιστες, καθώς θα υφίστανται λιγότερη οικονομική πίεση από τα αντίπαλα γεωπολιτικά στρατόπεδα, έστω και αν είναι ακριβότερα εξαιτίας των λιγότερων δυνατοτήτων και των μεγαλύτερων γεωγραφικών αποστάσεων. Μετά το Brexit οι βρετανικές εξαγωγικές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν σοβαρές μεταβολές στις εμπορικές συναλλαγές τους με την Ε.Ε. και οι εξαγωγές της Βρετανίας στην Ε.Ε. μειώθηκαν κατά 14%.
Ορισμένοι τομείς, όπως αυτός της βρετανικής μόδας, δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα όταν επανήλθαν οι δασμοί και οι διασυνοριακοί έλεγχοι. Οταν η πανδημία προκάλεσε ρήγμα στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, η Ουάσιγκτον κάλεσε τις αμερικανικές επιχειρήσεις να δουν με ποιον τρόπο μπορούν να ενισχύουν την εφοδιαστική αλυσίδα τους και να περιορίσουν την οικονομική εξάρτηση της υπερδύναμης από την Κίνα και άλλα αυταρχικά καθεστώτα.
Οι ΗΠΑ παραμένουν η σημαντικότερη αγορά για τις εξαγωγές της Κίνας, αλλά οι κυρώσεις, οι δασμοί και οι περιορισμοί στις εξαγωγές ενθαρρύνουν τις κινεζικές επιχειρήσεις να στραφούν σε άλλες αγορές και ιδιαιτέρως στην περιοχή Ασίας - Ειρηνικού.
Η δημιουργία της Περιφερειακής Οικονομικής Εταιρικής Σχέσης (RCEP), όπως αποκαλείται η εμπορική συμφωνία της Κίνας με 15 χώρες της περιοχής, θα επιταχύνει τη στροφή της δεύτερης οικονομίας του κόσμου στις γειτονικές της χώρες. Και στο μεταξύ οι παραγγελίες των ΗΠΑ για προϊόντα μεταποίησης της Κίνας έχουν μειωθεί κατά 40% και εμπειρογνώμονες του κλάδου που μίλησαν στο αμερικανικό δίκτυο CNBC προέβλεψαν πως οι κινεζικές βιομηχανίες θα κλείσουν φέτος δύο εβδομάδες νωρίτερα από το σύνηθες για το κινεζικό νέο έτος, που φέτος πέφτει στις 21 Ιανουαρίου.
Οι κυρώσεις που επέβαλε η Ουάσιγκτον στη Ρωσία έχουν πλήξει καίρια τις ρωσοαμερικανικές εμπορικές σχέσεις, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα λιγότερες από εκείνες ανάμεσα στις ΗΠΑ και στο Ιράκ. Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Γερμανία, παραδοσιακά στενός εταίρος της Μόσχας, αύξησε τις εισαγωγές από τη Ρωσία για να διασφαλίσει ορισμένα αναγκαία είδη προτού τεθούν σε ισχύ οι κυρώσεις της Ε.Ε. Οι εισαγωγές της Γερμανίας από τη Ρωσία έχουν, έτσι, μειωθεί κατά σχεδόν 40% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους.
Στο μεταξύ, η Κίνα επιδιώκει την «επανένωση» με την Ταϊβάν, προκαλώντας τριβές με τους εμπορικούς της εταίρους. Η Λιθουανία ήταν η πρώτη που ήρθε σε προστριβές με το Πεκίνο, όταν το 2021 άνοιξε προξενείο της Ταϊβάν στο Βίλνιους. Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθούν οι εξαγωγές της στην Κίνα κατά 75%, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν προβεί σε ανάλογες κινήσεις κατά της Κίνας οι ΗΠΑ, Ε.Ε., Καναδάς και Αυστραλία.
Ειδικότερα, η ανησυχία της Ουάσιγκτον για την παραγωγική δυνατότητα της Κίνας στον τομέα της παραγωγής επεξεργαστών έχει προκαλέσει θεαματική αλλαγή στον τρόπο με τον οποία παράγουν οι βιομηχανίες τους αναγκαίους επεξεργαστές για ένα ευρύτατο φάσμα προϊόντων, από τα αυτοκίνητα και τα ψυγεία μέχρι τον στρατιωτικό εξοπλισμό και τους πυραύλους. Εν ολίγοις, μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια οι βιομηχανίες επεξεργαστών θα δαπανήσουν πάνω από 110 δισ. δολάρια συνολικά για την ανέγερση νέων μονάδων παραγωγής επεξεργαστών μακριά από την Κίνα.