Ανησυχία για το σχέδιο μείωσης του ισολογισμού της ΕΚΤ
Αυτή η αίσθηση της ηρεμίας έχει περιορίσει την απόκλιση ανάμεσα στις αποδόσεις των γερμανικών και των ιταλικών ομολόγων, τη γνωστή ως spread, περίπου στις 190 μονάδες βάσης από τις 250 μ.β. στις οποίες βρισκόταν τον Σεπτέμβριο. Και αυτή η ηρεμία θα ενθαρρύνει τα στελέχη της ΕΚΤ στη συνεδρίαση της επόμενης εβδομάδας, οπότε και θα ανακοινώσουν με ποιον τρόπο θα προχωρήσουν σε συρρίκνωση του χαρτοφυλακίου της τράπεζας. Ο,τι κι αν σχεδιάζουν όμως υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν νέα αστάθεια στις αγορές ομολόγων.
Οπως επισημαίνει ο Ούτε Ρόζεν, ειδικός εμπειρογνώμων επί των παραγώγων στην Union Investment, «η κατάσταση είναι επισφαλής και τα στελέχη της ΕΚΤ πιστεύουν ενδεχομένως πως μπορούν να διακινδυνεύσουν μια επιθετική μείωση του χαρτοφυλακίου της επειδή τα spreads είναι σε τόσο χαμηλό επίπεδο. Η πρόκληση είναι μεγάλη για την πρόεδρο Κριστίν Λαγκάρντ και τους συνεργάτες της, που στις 15 Δεκεμβρίου αναμένεται να ανακοινώσουν τη στρατηγική συρρίκνωσης του χαρτοφυλακίου της μαζί με την επόμενη αύξηση των επιτοκίων κατά τουλάχιστον 50 μονάδες βάσης. Κι ενώ έχουν κάθε λόγο να εστιάσουν την προσοχή τους στο πώς θα τιθασεύσουν τον πληθωρισμό που βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα δεκαετιών, ένας δυνατός κλονισμός της αγοράς θα ήταν μια ιδιαίτερα δαπανηρή παρενέργεια.
Στο μεταξύ, η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα, Federal Reserve, διαμηνύει στην αγορά ότι θα κινηθεί με ηπιότερες αυξήσεις επιτοκίων και οι επενδυτές στοιχηματίζουν πλέον πως η παγκόσμια τάση για στροφή σε περιοριστική νομισματική πολιτική θα χαλαρώσει. Η αβεβαιότητα γύρω από την Ευρωζώνη, οι αυξήσεις των επιτοκίων και οι δανειακές ανάγκες των κυβερνήσεων ενδέχεται να διαταράξουν την ηρεμία στις αγορές. Εχουμε την εμπειρία όσων συνέβησαν προ ολίγων μηνών στη βρετανική αγορά με τα πειράματα οικονομικής πολιτικής της Λιζ Τρας. Εχοντας επίγνωση του πόσο εύθραυστη είναι η κατάσταση, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ τείνουν να κατασταλάξουν στην ιδέα ότι πρέπει να προχωρήσουν στη συρρίκνωση του χαρτοφυλακίου της Τράπεζας με πλάγιο τρόπο που θα διαφύγει την προσοχή των επενδυτών, και να προβάλουν τα επιτόκια ως κύριο εργαλείο της νομισματικής πολιτικής. Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. τείνουν να συνταχθούν με τη «μετρημένη και προβλέψιμη» προσέγγιση της κ. Λαγκάρντ, δηλαδή να μην επανεπενδύουν τα ομόλογα που λήγουν αντί να αρχίσουν να πουλάνε. Δεν είναι ακόμη σαφές κατά πόσον προτιμούν να θέσουν και ανώτατο όριο στη μείωση του χαρτοφυλακίου ως πρόσθετη ασφαλιστική δικλίδα.
Την περασμένη εβδομάδα, ο επικεφαλής της Bundesbank Γιοακίμ Νάγκελ άφησε να εννοηθεί πως μάλλον δεν θα χρειαστούν τέτοιου είδους προληπτικά μέτρα και επισήμανε πως οι αγορές «φαίνονται ιδιαίτερα ανθεκτικές» και «λογικά θα μπορούν να αντιμετωπίσουν μια παθητική μείωση του χαρτοφυλακίου της ΕΚΤ». Η θεωρία του μάλλον θα δοκιμαστεί στην πράξη πολύ σύντομα.
Το μεγαλύτερο ρίσκο είναι η οικονομική αβεβαιότητα. Η εικόνα που έχει προκύψει από έρευνες, έχει αναπτερώσει τις ελπίδες πως ίσως δεν θα είναι τελικά τόσο βαθιά η ύφεση αυτού του χειμώνα, κάτι που συνεπάγεται όμως πως ίσως ο πληθωρισμός να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για αρκετό καιρό ακόμη. Και βέβαια, μια επιδείνωση των συνθηκών μπορεί να επηρεάσει τη ζήτηση και να επιταχυνθεί περισσότερο η αύξηση των τιμών.
Αγνωστος παράγοντας είναι επίσης και το πόσο χρέος θα πρέπει να εκδώσουν οι κυβερνήσεις αν οι κοινωνίες χρειαστούν περαιτέρω στήριξη για να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση και πώς θα αντιδράσουν οι επενδυτές στην έκδοση νέου χρέους. Η ΕΚΤ έχει ήδη προειδοποιήσει πως αν προσφερθεί μεγάλη στήριξη ενδέχεται να υπαγορεύσει νέες αυξήσεις επιτοκίων. Και βέβαια η όποια ανησυχία για τη βιωσιμότητα του χρέους υπάρχει κίνδυνος να ενισχυθεί περαιτέρω αν χαλαρώσουν οι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα παραμείνουν σε αναστολή το 2023. Η Ιταλία είναι η πλέον ευάλωτη της Ευρωζώνης, καθώς η νέα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι προσπαθεί να συγκρατήσει τις απαιτήσεις για δημοσιονομική χαλάρωση που εκδηλώνονται στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Η Moody’s έχει προειδοποιήσει πως η Ρώμη ενδέχεται να μην πετύχει τους στόχους της για τα δημόσια οικονομικά της. Ακόμη και χωρίς μια ιταλική κρίση όμως, η κατάσταση είναι επισφαλής. Αναλυτές της Goldman Sachs προεξοφλούν πως η απόδοση των δεκαετών ομολόγων της Γερμανίας θα φτάσει στο 2,7% στα τέλη του πρώτου τριμήνου του νέου έτους, καταγράφοντας αύξηση πάνω από 90 μ.β. σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα. Ακόμη και η προσεκτική προσέγγιση της ΕΚΤ ενδέχεται να εγκυμονεί κινδύνους αν αργήσει πολύ να ανακοινώσει λεπτομέρειες, αφήνοντας περιθώρια στην κερδοσκοπία.