Αγωνιούν οι δανειολήπτες για τα επιτόκια της ΕΚΤ- Νέα αύξηση σήμερα
Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ προσαρμόζεται για να διασφαλίσει ότι ο υψηλός πληθωρισμός δεν θα παγιωθεί και ότι θα επιστρέψει στο 2% μεσοπρόθεσμα.
Το ερώτημα όλων είναι το κατά πόσον οι επόμενες αυξήσεις των ευρωεπιτοκίων θα είναι τόσο επιθετικές όσο οι δύο που προηγήθηκαν. Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούλιο – καθυστερημένα για πολλούς – η ΕΚΤ αύξησε το βασικό προεξοφλητικό επιτόκιο του ευρώ κατά 50 μονάδες βάσης ώστε να φθάσει στο 0% και τον Σεπτέμβριο το αύξησε κατά 75 μονάδες βάσης.
Έχει μεγάλη σημασία κυρίως για τις αγορές το αν θα συνεχιστεί τόσο δυναμικά το κλείσιμο της στρόφιγγας ή αν η αύξηση των επιτοκίων σήμερα θα συγκρατηθεί στις 50 μονάδες βάσης. Διότι παρατηρώντας την οικονομική συγκυρία κάποιοι φοβούνται ότι η ΕΚΤ που ξεκίνησε καθυστερημένα την κούρσα περιορισμού της ρευστότητας θα την τερματίσει και καθυστερημένα.
Τα «θεμελιώδη» που θα λάβει υπόψη της η ΕΚΤ είναι η ανέλπιστα μεγάλη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τον Νοέμβριο στο 10% από 10,6% τον Οκτώβριο (οι ειδικοί προέβλεπαν 10,4%), η αναπάντεχα μεγάλη κάμψη των λιανικών πωλήσεων κατά 1,8% μηνιαίως (οι ειδικοί προέβλεπαν 1,7%) και η επίσης μεγαλύτερη από την αναμενόμενη κάμψη του δείκτη οικονομικού κλίματος κατά 2,7% ετησίως.
Οι αυξήσεις επιτοκίων στις οποίες έχει προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν ήδη επιβαρύνει τα νοικοκυριά που αποπληρώνουν στεγαστικό δάνειο, ενώ τα δύσκολα είναι μπροστά. Επίκεινται τουλάχιστον μία ή και δύο ακόμη αυξήσεις από την ΕΚΤ μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του νέου έτους. Και επειδή οι αυξήσεις λειτουργούν σωρευτικά, ο κύριος όγκος της επιβάρυνσης θα φανεί μέσα στο 2023.
Στο δάνειο των 100.000 ευρώ για την αποπληρωμή του οποίου υπολείπονται 15 χρόνια, η αύξηση του επιτοκίου κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες (για παράδειγμα από το 1,5% που ήταν τον Ιούνιο του 2022 στο 4,5% στις αρχές του 2023) θα ανεβάσει τις δόσεις από τα 626 ευρώ σήμερα, στα 772 ευρώ. Πρόκειται για μηνιαία επιβάρυνση 145 ευρώ και ετήσια ζημία στον οικογενειακό προϋπολογισμό της τάξεως των 1.740 ευρώ.