Τράπεζα Ελλάδος: Ανάπτυξη 1,5% το 2023 από 6,2% το 2022
Ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 6,2%, αυτό αναφέρει η ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική. Το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να επιβραδυνθεί στο 1,5%, εξαιτίας της αναμενόμενης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και της σημαντικής υποχώρησης του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Επιπλέον, τόσο η δημοσιονομική πολιτική όσο και η νομισματική πολιτική αναμένεται να επιδράσουν συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα το 2023.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει τα επόμενα έτη, φθάνοντας στο 3,0% το 2024 και στο 2,8% το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι αφενός η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί και θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και αφετέρου ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων και τη σταθερή αναπτυξιακή προοπτική της ευρωζώνης.
Η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι συνέχισε να αυξάνεται το 2022, με ακόμη ταχύτερο ρυθμό συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, αντανακλώντας την αυξημένη απασχόληση που επιδρά θετικά στα εισοδήματα, αλλά και την πραγματοποίηση δαπανών που είχαν αναβληθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας με χρήση και των υψηλών αποταμιεύσεων που είχαν συσσωρευθεί την ίδια περίοδο. Τα επόμενα έτη η καταναλωτική δαπάνη θα καταγράψει χαμηλότερους ρυθμούς ανόδου, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ η αγορά εργασίας εκτιμάται ότι θα συνεχίσει τη θετική της πορεία, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς.
Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης 2022-2025, 10% κατά μέσο όρο ετησίως, υποστηριζόμενες από την ενίσχυση της ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα και από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Ειδικότερα, τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Αυτοί οι πόροι αναμένεται να προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, αναμένεται η προσέλκυση αυξημένων ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων.
Οι εξαγωγές αγαθών επέδειξαν ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μετά από αύξηση κατά 13,8% το 2021, εκτιμάται ότι το 2022 και το 2023 θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά με αρκετά ηπιότερο ρυθμό, εξαιτίας της επιδείνωσης των προοπτικών στην ευρωζώνη και στην παγκόσμια οικονομία. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα ανακάμψουν σε σημαντικό βαθμό εφέτος και θα κινηθούν ελαφρώς ανοδικά τα επόμενα έτη. Παράλληλα όμως, άνοδο αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης, ως αποτέλεσμα της τόνωσης της εγχώριας ζήτησης, ιδίως των επενδύσεων.
Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προβλέπεται να διαμορφωθεί σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο το 2022, στο 9,4%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής. Εκτιμάται ότι σταδιακά θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024, σε 5,8% και 3,6% αντιστοίχως, αντανακλώντας κυρίως την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας και την αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης. Ο πληθωρισμός χωρίς τις τιμές των ειδών διατροφής και της ενέργειας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 4,6% το 2022 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.
Οι προβλέψεις για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας υπόκεινται σε αβεβαιότητες και κινδύνους οι οποίοι συνδέονται κυρίως με εξωγενείς παράγοντες. Ειδικότερα, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας μπορεί να επιβραδυνθεί περισσότερο από ό,τι προβλέπεται σε περίπτωση (α) περαιτέρω κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς αυτό θα οδηγήσει σε εντονότερη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, (β) υψηλότερου και πιο παρατεταμένου πληθωρισμού, γεγονός που θα οδηγούσε σε μεγαλύτερες αυξήσεις των ονομαστικών αμοιβών και θα έθετε έτσι σε κίνηση μια ανατροφοδοτούμενη άνοδο του πληθωρισμού, (γ) νέου κύματος της πανδημίας, (δ) χαμηλού ποσοστού απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ, (ε) εμφάνισης μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης και (στ) καθυστέρησης στο σχηματισμό κυβέρνησης μετά τις εθνικές εκλογές και στην υλοποίηση των δεσμεύσεων της οικονομικής πολιτικής. Οι οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου αποτελούν επίσης κίνδυνο για την ελληνική οικονομία.
Το εννεάμηνο του 2022 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη, ως αποτέλεσμα της εμφάνισης μη επαναλαμβανόμενων εσόδων, της μείωσης των λειτουργικών εξόδων και κυρίως της μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, οι οποίες τις είχαν οδηγήσει στην καταγραφή σημαντικών ζημιών το εννεάμηνο του 2021.
Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common EquityTier 1 ratio – CET1 ratio) όσο και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν σταθεροί το Σεπτέμβριο του 2022 σε 13,5% και 16,2% αντίστοιχα (συγκριτικά με το Δεκέμβριο του 2021) και σε χαμηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2022 η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση βελτιώθηκε, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε 14,6 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 3,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2021 και κατά 94,1 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος αποκλιμακώθηκε περαιτέρω το εννεάμηνο του 2022 (Σεπτέμβριος 2022: 9,7%, Δεκέμβριος 2021: 12,8%), αλλά παρέμεινε σημαντικά υψηλότερος από το αντίστοιχο επίπεδο της ευρωζώνης. Όλες οι σημαντικές τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ.
Η βασικότερη πρόκληση για την οικονομική πολιτική στην τρέχουσα συγκυρία είναι η αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού. Αναπόφευκτα, η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής θα έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα. Στο εσωτερικό, η περιοριστική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής κρίνεται ως η πλέον ενδεδειγμένη, καθώς διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και δρα συμπληρωματικά προς τη νομισματική πολιτική για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού. Από την άλλη πλευρά, η διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων εντείνει την ανάγκη για τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, ώστε να μετριαστούν οι επιπτώσεις της ανόδου των τιμών (ειδικότερα της ενέργειας). Η οικονομική πολιτική είναι λοιπόν αντιμέτωπη με ένα δίλημμα μεταξύ μακροοικονομικής σταθεροποίησης και δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
Εάν ο εγχώριος πληθωρισμός είναι υψηλότερος από αυτόν της ευρωζώνης, θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επιβαρύνει το κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Ωστόσο, ο επιτοκιακός κίνδυνος στην περίπτωση του δημόσιου χρέους είναι σχετικά περιορισμένος μεσοπρόθεσμα, ως απόρροια των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής του χρέους, το οποίο είναι κατά πλειοψηφία προς τον επίσημο τομέα, σε συνδυασμό με την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swaps). Παρ’ όλα αυτά, τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους δεν θα πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, δεδομένου ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι στην καλύτερη περίπτωση χαμηλότερη κατά μία βαθμίδα έναντι της επενδυτικής κατηγορίας, ενώ μακροπρόθεσμα το χρέος καθίσταται περισσότερο ευάλωτο στον επιτοκιακό κίνδυνο.
Στην αγορά εργασίας, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων που έχει παρατηρηθεί μετά την πανδημία είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζόμενους, διότι αυτοί είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα είτε έχουν στραφεί σε άλλους κλάδους με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης. Η ταυτόχρονη παρουσία διψήφιων ποσοστών ανεργίας και μεγάλου αριθμού κενών θέσεων εργασίας υποδηλώνει υψηλή διαρθρωτική ανεργία.
Σημαντική πρόκληση αποτελεί επίσης η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ενεργειακού συστήματος της χώρας. Αυτό απαιτεί τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού ενεργειακών πόρων, την επιτάχυνση της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), την ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, την επέκταση των δικτύων, καθώς και τη διερεύνηση των δυνατοτήτων περαιτέρω αξιοποίησης των ορυκτών πόρων.
Πέρα από τις προκλήσεις που ανέδειξε αρχικά η πανδημία και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα. Παρά την πρόοδο όσον αφορά τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, τη μείωση του φορολογικού βάρους και των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και την αύξηση της εξωστρέφειας, η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα παραμένει συγκριτικά χαμηλή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 58ηθέση μεταξύ 180 χωρών όσον αφορά το δείκτη αντίληψης της διαφθοράς, σύμφωνα με την έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2021, ενώ η παραοικονομία στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Τέλος, εξακολουθούν να υφίστανται προβλήματα που σχετίζονται με την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και ‒ παρά τη σημαντική πρόοδο ‒ τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, καθώς και πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις όπως η γήρανση του πληθυσμού.