Δυσμενείς οι επιδόσεις της Ελλάδας στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση

Την δραματική υστέρηση των ελληνικών επιχειρήσεων στην κατάρτιση των εργαζόμενών τους, για την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, καθώς και την άρνησή τους να συμμετέχουν σε προγράμματα ενδοεπιχειρησιακής εκπαίδευσης, επικαλούμενες την επάρκεια των υφιστάμενων επαγγελματικών προσόντων των υπαλλήλων τους, καταγράφει έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ).
INTIME

Η έρευνα, αφορά το 2020, διεξήχθη σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 10 εργαζόμενους και δείχνει ότι μόλις το 17,8% των ελληνικών επιχειρήσεων προσέφερε κάποιο πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης ή άλλη μορφή εκπαίδευσης στο προσωπικό. Καταδεικνύει δε, και τον μακρύ πλην κρίσιμο δρόμο που καλείται να διανύσει η σύγχρονη επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα στις νέες συνθήκες και απαιτήσεις.

Μάλιστα, το ποσοστό είναι μειωμένο σε σχέση με το εξίσου χαμηλό 21,7% του 2015, ενώ η σύγκριση με την Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εντυπωσιακή: Το 2020 η Ελλάδα ήταν ουραγός στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση, μόλις μια θέση πάνω από την τελευταία Ρουμανία (17,5%) και πολύ πίσω από την αμέσως επόμενη Ουγγαρία (37,7%) και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (67,4%).

Από τα ευρήματα δε, της ελληνικής έρευνας, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι σε όλους τους κλάδους των επιχειρήσεων, το 2020, ο σημαντικότερος λόγος μη παροχής τέτοιων προγραμμάτων είναι ότι τα υφιστάμενα επαγγελματικά προσόντα των εργαζόμενων είναι επαρκή για τις τρέχουσες ανάγκες των επιχειρήσεων (74,8%) με δεύτερο λόγο, το γεγονός ότι η προτιμούν ως επιχειρησιακή στρατηγική, τις προσλήψεις “έτοιμων” υπαλλήλων, ήτοι ατόμων που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα. (64,3%). Κι αυτό, όταν παράλληλα, πληθαίνουν οι επιχειρήσεις που επικαλούνται την έλλειψη ταλέντων, για την κάλυψη των απαιτούμενων θέσεων εργασίας.

Η αιτιολόγηση αυτή, εμφανίζεται κατά κύριο λόγο σε επιχειρήσεις των κλάδων βιομηχανίας εκτός κατασκευών (66,9%), εμπορίου, μεταφορών, καταλυμάτων και εστίασης (65%) καθώς και κτηματομεσιτικών, ψυχαγωγίας και παροχής υπηρεσιών (63,6%). Να σημειωθεί βέβαια, ότι και οι δύο παραπάνω λόγοι εμφανίζονται περισσότερο στις επιχειρήσεις με λιγότερους από 250 εργαζόμενους, ενώ οι αμέσως επόμενοι σημαντικότεροι λόγοι μη παροχής ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης είναι ο περιορισμένος χρόνος και το υψηλό κόστος των προγραμμάτων με 36,9% και 23,4% αντίστοιχα.

Το μεγαλύτερο ποσοστό παροχής συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης (ΣΕΚ) παρατηρείται στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους κλάδους της πληροφόρησης, επικοινωνίας, χρηματοοικονομικών (35,0%) ενώ το μικρότερο στις επιχειρήσεις εμπορίου, μεταφορών, καταλυμάτων και εστίασης (14,2%).

Τo 2020, τα προγράμματα ΣΕΚ στόχευαν κυρίως σε τεχνικές και πρακτικές δεξιότητες σχετικές με την θέση εργασίας (72,6%) ενώ ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά οι δεξιότητες ομαδικής εργασίας (30,5%), οι επαγγελματικές δεξιότητες στους υπολογιστές (28,2%), οι δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων (25,5%) και αντιμετώπισης πελατών (25,3%).

Αναλυτικά, στην ανάπτυξη τεχνικών και πρακτικών δεξιοτήτων στοχεύουν περισσότερο οι επιχειρήσεις των κλάδων πληροφόρησης, επικοινωνίας και χρηματοοικονομικών (83,5%) και λιγότερο αυτές του κλάδου των κατασκευών (61,9%), ενώ στην ανάπτυξη δεξιοτήτων ομαδικής εργασίας στοχεύουν περισσότερο οι επιχειρήσεις των κλάδων κατασκευών και εμπορίου, μεταφορών, καταλυμάτων και εστίασης (35,2% και 35,0%, αντίστοιχα) και λιγότερο οι επιχειρήσεις πληροφόρησης, επικοινωνίας και χρηματοοικονομικών (11,6%).

Αντίστοιχα, στην ανάπτυξη επαγγελματικών δεξιοτήτων στους υπολογιστές στοχεύουν περισσότερο οι επιχειρήσεις των κλάδων πληροφόρησης, επικοινωνίας και χρηματοοικονομικών καθώς και των κτηματομεσιτικών, ψυχαγωγίας και άλλων δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών (44,1% και 39,9%, αντίστοιχα) ενώ το μικρότερο ποσοστό αφορά τον κλάδο του εμπορίου, μεταφορών, καταλυμάτων και εστίασης (18,7%).