Αποδυνάμωση της βρετανικής οικονομίας δύο χρόνια μετά το Brexit

Έχουν παρέλθει δύο χρόνια από την ημέρα που ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μπόρις Τζόνσον, υπέγραψε τη συμφωνία για τις εμπορικές σχέσεις της χώρας του στη μετά το Brexit εποχή. Τότε θριαμβολογούσε πως η Βρετανία θα «ευημερούσε, θα ήταν δυναμική και ικανοποιημένη» με την ολοκλήρωση της εξόδου της από την ΕE.
AP

Δύο χρόνια μετά δεν έχει συμβεί τίποτε από όλα αυτά. Η βρετανική οικονομία έχει, αντιθέτως, αποδυναμωθεί σημαντικά. Οι επενδύσεις έχουν μειωθεί κατά 11% και το ΑΕΠ της χώρας είναι 5,5% μικρότερο από αυτό που θα ήταν αν δεν είχε αποσπασθεί από την ΕΕ.

Το Brexit αφαιρεί από τη βρετανική οικονομία 48,4 δισ. δολ. φορολογικά έσοδα ετησίως.

Η Βρετανία είναι η μοναδική από τις χώρες του G7, από τις επτά μεγάλες και ανεπτυγμένες οικονομίες δηλαδή, της οποίας η οικονομία παραμένει σήμερα μικρότερη σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Ολες οι άλλες, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Καναδάς και Ιαπωνία, έχουν ανακάμψει.

Το βρετανικό Γραφείο Προϋπολογισμού, από το οποίο προέρχονται και οι επίσημες προβλέψεις της βρετανικής κυβέρνησης, εκτιμά πως το Brexit θα μειώσει το ΑΕΠ της χώρας κατά 4% σε 15 χρόνια σε σύγκριση με αυτό που θα ήταν αν δεν είχε αποσπασθεί από την ΕΕ. Οι εξαγωγές και οι εισαγωγές της χώρας θα είναι μακροπρόθεσμα μειωμένες κατά 15%.

Επειτα από χρόνια αβεβαιότητας σχετικά με τις εμπορικές σχέσεις με τον μεγαλύτερο εταίρο της, την ΕΕ, έχουν πληγεί οι επενδύσεις των επιχειρήσεων. Το τρίτο τρίμηνο του έτους που λήγει ήταν κατά 8% μειωμένες σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα, παρά το γεγονός ότι η διμερής εμπορική συμφωνία με την ΕΕ έχει τεθεί σε ισχύ εδώ και δύο χρόνια.

Σε ό,τι αφορά το νόμισμα της χώρας, τη στερλίνα, έχει υποτιμηθεί με αποτέλεσμα να είναι ακριβότερες οι εισαγωγές και να επιταχύνεται ο πληθωρισμός, ενώ την ίδια στιγμή δεν κατορθώνει να δώσει ώθηση στις εξαγωγές.

Το Brexit έχει θέσει νέα εμπόδια στις εμπορικές σχέσεις των βρετανικών επιχειρήσεων και των ξένων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούσαν τη Βρετανία ως βάση τους. Εχει δημιουργήσει ελλείψεις στην αγορά εργασίας με αποτέλεσμα να ενισχύεται ο πληθωρισμός και να λειτουργεί εις βάρος τόσο των εργαζομένων όσο και των επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με σχετική έρευνα του London School of Economics, το εύρος των βρετανικών προϊόντων που εξάγονται στην Ε.Ε. έχει μειωθεί κατά 30% καθώς οι μικρές εξαγωγικές επιχειρήσεις εγκατέλειψαν τις μικρές αγορές της ΕΕ.

Επιπλέον, τα προϊόντα που μεταφέρονταν σε δύο μόνον ημέρες τώρα χρειάζονται τρεις εβδομάδες, ενώ οι δασμοί στις εισαγωγές και οι φόροι στις πωλήσεις δυσχεραίνουν τον ανταγωνισμό με τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Από δημοσκόπηση που διεξήγαγε το Βρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο μεταξύ 1.168 επιχειρήσεων προκύπτει πως το 77% δεν θεωρεί ότι βοηθήθηκε από το Brexit σε ό,τι αφορά την αύξηση των πωλήσεων ή την ανάπτυξη της επιχείρησης.