Ρεκόρ 55 ετών στις αγορές χρυσού από τις κεντρικές τράπεζες
Στη διάρκεια του 2022 οι κεντρικές τράπεζες επιδόθηκαν στις μεγαλύτερες αγορές χρυσού που έχουν καταγραφεί από το 1967, μια ημερομηνία-ορόσημο για το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα.
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού, στη διάρκεια του 2022 οι κεντρικές τράπεζες αγόρασαν συνολικά 673 τόνους του πολύτιμου μετάλλου. Και μόνον μέσα στο γ΄ τρίμηνο του έτους αγόρασαν τους 400 από τους 673 τόνους καταγράφοντας, έτσι, τις μεγαλύτερες αγορές που έχουν σημειωθεί σε διάστημα ενός τριμήνου από τη στιγμή που άρχισε η καταγραφή των σχετικών στοιχείων το 2000.
Τον μεγαλύτερο όγκο του πολύτιμου μετάλλου αγόρασαν η Ρωσία και η Κίνα, πράγμα που, όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, προδίδει τη διάθεση ορισμένων χωρών να διαφοροποιήσουν τα διαθέσιμά τους και να περιορίσουν την εξάρτησή τους από το δολάριο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού, η ζήτηση για το πολύτιμο μέταλλο ήταν μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη χρονιά των τελευταίων 55 ετών.
Αναλυτές της αγοράς επισημαίνουν πως οι εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου Χρυσού υπερβαίνουν κατά πολύ τα αντίστοιχα στοιχεία των κεντρικών τραπεζών και γεννούν ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα και τα κίνητρα των αγοραστών. Κι αυτό γιατί το άθροισμα των αγορών χρυσού που ανέφεραν το ΔΝΤ και οι διάφορες κεντρικές τράπεζες δεν υπερβαίνει τους 333 τόνους του πολύτιμου μετάλλου μέσα στους εννέα μήνες από την αρχή του έτους μέχρι και τον Σεπτέμβριο.
Η στροφή των κεντρικών τραπεζών στον χρυσό προδίδει πως στο γεωπολιτικό τοπίο επικρατεί η καχυποψία, η αμφιβολία και η αβεβαιότητα.
Επισήμως στη διάρκεια του γ΄ τριμήνου τον μεγαλύτερο όγκο χρυσού, και συγκεκριμένα 31 τόνους, αγόρασε η Τουρκία. Ως εκ τούτου ο χρυσός αντιπροσωπεύει τώρα το 29% των συνολικών διαθεσίμων της. Ακολουθεί το Ουζμπεκιστάν με αγορές 26 τόνων χρυσού και το Κατάρ που μέσα στον Ιούλιο προχώρησε στη μεγαλύτερη μηνιαία αγορά του μετά το 1967. Οπως επισημαίνουν αναλυτές, η διαφορά ανάμεσα στις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου Χρυσού και στα επίσημα στοιχεία που αναφέρουν οι κεντρικές τράπεζες εξηγείται μερικώς από πιθανές αγορές χρυσού που αποφάσισαν κρατικές υπηρεσίες πέραν των κεντρικών τραπεζών Ρωσίας και Κίνας, χωρίς όμως να τις αναφέρουν ως διαθέσιμά τους.
Η Κίνα, ειδικότερα, δημοσιοποίησε μερικώς τις αγορές χρυσού που αποφάσισε αλλά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, προσπάθησε να υποβαθμίσει το μέγεθός τους. Στις αρχές του μηνός η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας ανακοίνωσε πως τον Νοέμβριο αύξησε τα διαθέσιμά της σε χρυσό για πρώτη φορά μετά το 2019, προσθέτοντας 32 τόνους του πολύτιμου μετάλλου αξίας 1,8 δισ. δολ. Πηγές της βιομηχανίας, πάντως, εκτιμούν πως η Κίνα αγόρασε στην πραγματικότητα μεγαλύτερο όγκο χρυσού. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση του Μαρκ Μπρίστοου, διευθύνοντος συμβούλου της Barrick Gold, δεύτερης στον κόσμο εταιρείας ορυχείων χρυσού, και του Νίκι Σιλντς, στρατηγικού αναλυτή της MKS PAMP, πως η Κίνα έχει αγοράσει πολύ μεγαλύτερο όγκο χρυσού καθώς αν ίσχυαν τα στοιχεία που δίνει, οι τιμές του πολύτιμου μετάλλου θα ήταν κατά 75 δολ. χαμηλότερες.
Οι τιμές του χρυσού έχουν αυξηθεί τον τελευταίο μήνα και κυμαίνονται τώρα γύρω στα 1.800 δολάρια η ουγγιά. Σημειωτέον ότι στο πλαίσιο των προβλέψεών της για το 2023, η τράπεζα Saxo Bank της Δανίας προβλέπει πως το νέο έτος η τιμή του θα εκτοξευθεί στις 3.000 δολ. η ουγγιά, σημειώνοντας άνοδο περίπου 67% σε σύγκριση με τα υφιστάμενα επίπεδα. Σύμφωνα με τον Στιν Γιάκομπσεν, στέλεχος της εν λόγω τράπεζας, οι παράγοντες που θα ανεβάσουν την τιμή του θα είναι «η συλλογιστική της οικονομίας του πολέμου που καθιστά το πολύτιμο μέταλλο ιδιαιτέρως ελκυστικό για τα διαθέσιμα μιας χώρας, οι εκτεταμένες επενδύσεις των εθνικών αρχών και η αύξηση της ρευστότητας σε παγκόσμιο επίπεδο».
Σε ό,τι αφορά τις αγορές των κεντρικών τραπεζών, η προηγούμενη φορά που κατεγράφησαν τόσο πυρετώδεις αγορές χρυσού ήταν το 1967. Τότε οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες αγόρασαν τόσο μεγάλο όγκο χρυσού από τις ΗΠΑ, ώστε οδήγησαν σε πτώση την τιμή του και τελικά στη συνεπακόλουθη κατάρρευση του συστήματος του Μπρέτον Γουντς που συνέδεε την αξία του αμερικανικού δολαρίου με το πολύτιμο μέταλλο.