Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων το στοίχημα του 2023
Το συγκεκριμένο «στοίχημα» θα κριθεί – εν πολλοίς – από την επιστροφή ή όχι του καθεστώτος που ίσχυε γύρω από τις κλαδικές συμβάσεις πριν από τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης. Η κυβέρνηση δέχεται ισχυρές πιέσεις από τα συνδικάτα προς την κατεύθυνση αυτή, χωρίς ωστόσο να έχει αποσαφηνίσει τις προθέσεις της.
Το 2021 υπογράφηκαν 16 εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, 9 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και 182 επιχειρησιακές. Οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά περίπου 625.000 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου στο 27% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση φτάνει το 70%.
Οι 182 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν δυνητικά 152.077 μισθωτούς. Αυτό σημαίνει ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των εργαζομένων στερείται συμβάσεων, αμείβεται με χαμηλές αμοιβές και πλήττεται περισσότερο από τη νέα έξαρση της κρίσης.
Συνεπώς η επαναφορά όλων των μισθών σε τροχιά αυξήσεων προϋποθέτει την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Η κυβέρνηση δέχεται πιέσεις για επαναφορά και νομικού καθεστώτος που ίσχυε για τις συλλογικές συμβάσεις προ της οικονομικής κρίσης και της ισχύος των μνημονίων.
Στο μεταξύ δρομολογείται εντός του Ιανουαρίου η διαδικασία καθορισμού της τρίτης – κατά σειρά – αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία αναμένεται να εξελιχθεί με ταχύτατους ρυθμούς, ώστε να έχει ολοκληρωθεί τον Μάρτιο και να εφαρμοστεί από την 1η Μαΐου 2023.
Η επίσπευση της διαδικασίας για τον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού – ώστε οι αυξήσεις να είναι γνωστές πριν από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών – και η διαμόρφωση των κατώτατων αμοιβών πάνω από τα 751 ευρώ και κοντά στα 800 ευρώ μηνιαίως αποτελούν τα νέα στοιχεία που προκύπτουν εν όψει της εκκίνησης της διαδικασίας.
Η κυβέρνηση θέλει να εμφανίσει την αύξηση του κατώτατου μισθού ως ένα ακόμη «όπλο» για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των εργαζομένων εξαιτίας της ακρίβειας και του πληθωρισμού.