Πώς η ενεργειακή κρίση επιδρά στις εμπορικές σχέσεις των χωρών της ΕΕ
Θεμελιώδεις ανατροπές έχει φέρει η ενεργειακή κρίση στις εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες αλλάζοντας τον ρόλο ορισμένων εξ αυτών και μετατρέποντας κάποιες σε χώρες εξαγωγής ενέργειας. Εν προκειμένω, η Σουηδία είναι πλέον η πρώτη χώρα στην Ευρώπη σε εξαγωγές ενέργειας μετά τα αλλεπάλληλα προβλήματα που παρουσίασαν οι πυρηνικοί αντιδραστήρες της Γαλλίας.
Σύμφωνα με δεδομένα του ευρωπαϊκού δικτύου συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος (Entso-e) που ανέλυσε η εταιρεία δεδομένων για την ενέργεια Rystad Energy AS, στη διάρκεια του περασμένου έτους η Σουηδία εξήγαγε σε άλλες χώρες 33 τεραβατώρες. Αν και αυτός ο όγκος εξαγωγών ενέργειας της δίνει την πρώτη θέση στην Ευρώπη, δεν ήταν η μόνη. Η Βρετανία, επίσης, εξελίχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της σε χώρα εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ακολούθησαν η Ισπανία και η Ολλανδία.
Οι εξελίξεις οφείλονται στις ανατροπές που προκάλεσε στο εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη η Μόσχα μειώνοντας δραστικά τις ροές φυσικού αερίου προς τη Γηραιά Ηπειρο. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επιδείνωσε την ενεργειακή κρίση, ενώ εξώθησε την Ευρώπη σε μια συντονισμένη προσπάθεια να απεξαρτηθεί από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες.
Η συγκυρία υπήρξε εξαιρετικά ατυχής για την Ευρώπη καθώς συνέπεσε με σειρά προβλημάτων στους πυρηνικούς της αντιδραστήρες της Γαλλίας που οδήγησαν σε παρατεταμένη διακοπή της λειτουργίας τους και ανάγκασαν τη χώρα να εισάγει ενέργεια. Την κατάσταση έχουν έως τώρα διευκολύνει σημαντικά τα συστήματα που συνδέουν τα εθνικά δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας των ευρωπαϊκών χωρών που αποτέλεσαν και την ασφαλιστική δικλίδα αποτρέποντας τις διακοπές στην ηλεκτροδότηση.
Σχολιάζοντας σχετικά ο Φαμπιάν Ρονίνγκεν, αναλυτής αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στη Rystad, ανέφερε πως «το 2022 ήταν μια δοκιμασία προσαρμογής στην πραγματικότητα για πολλές χώρες καθώς ετέθησαν όλα αυτά τα υποθετικά σενάρια που σκέπτονταν οι άνθρωποι για την κατάσταση των διακοπών ηλεκτροδότησης στη Γαλλία».
Τα προβλήματα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μοιραία έστρεψαν το ενδιαφέρον στο πόσο ασφαλείς είναι οι υποδομές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και στην ανάγκη για σύνδεση των δικτύων σε όλη την Ε.Ε. Σύμφωνα με τη Λίζα Φίσερ, υπεύθυνη προγράμματος για τα ουδέτερα ως προς το κλίμα ενεργειακά συστήματα στη δεξαμενή σκέψης E3G, «όπως συμβαίνει με όλες τις υποδομές μεγάλης κλίμακας, και αυτές αποτελούν εστία κινδύνου είτε για φυσική φθορά είτε για κυβερνοεπιθέσεις». Η ίδια τονίζει, πάντως, πως όσο περισσότερο διασυνδεδεμένα είναι τα δίκτυα της Ε.Ε., τόσο περισσότερες δυνατότητες υπάρχουν για να περιοριστούν οι κίνδυνοι. Στο μεταξύ, η Ε.Ε. καλεί τα 27 κράτημέλη της να έχουν διασφαλίσει πως μέχρι το 2030 θα μπορούν να μεταφέρουν σε γειτονικές χώρες το 15% της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν. Η Λίζα Φίσερ εκτιμά ότι «περίπου τα μέσα κράτη-μέλη της Ε.Ε. είναι σε πορεία επίτευξης αυτού του στόχου».
Παράλληλα, όμως, η απαγόρευση της Ε.Ε. στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και το πλαφόν των 60 δολ. το βαρέλι που αποφάσισαν να επιβάλουν στο ρωσικό αργό οι χώρες του G7 αρχίζουν να περιορίζουν σημαντικά τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων. Σύμφωνα με σχετική έκθεση του φινλανδικού ινστιτούτου ερευνών CREA, τον πρώτο μήνα που ετέθησαν σε εφαρμογή τα δύο μέτρα της Δύσης κόστισαν στη Μόσχα περίπου 160 εκατ. ευρώ την ημέρα. Η έκθεση του CREA καταλήγει στο συμπέρασμα πως τα αντίποινα της Δύσης ευθύνονται για τη μείωση κατά 17% που παρουσίασαν τον τελευταίο μήνα του 2022 τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων.
Οι χώρες-μέλη του G7 από κοινού με εκείνες της Ε.Ε. και την Αυστραλία αποφάσισαν στις 5 Δεκεμβρίου να επιβάλουν πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου τα 60 δολ. το βαρέλι παράλληλα με την απαγόρευση στις εισαγωγές ρωσικού αργού που μεταφέρεται διά θαλάσσης. Τα δύο μέτρα έως τώρα έχουν αποτελέσει τα πιο αποφασιστικά βήματα που έλαβαν ομάδες χωρών με σκοπό να μειώσουν τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων με τα οποία χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Οι αναλυτές επί θεμάτων ενέργειας έχουν, πάντως, εκφράσει επιφυλάξεις για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει το πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου, καθώς η Μόσχα έχει τη δυνατότητα να στρέψει το πετρέλαιό της σε χώρες της Ασίας όπως η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία. Από την πλευρά της, η Ρωσία προχώρησε σε αντίποινα κατά της Δύσης στα τέλη του περασμένου μήνα όταν απαγόρευσε τις πωλήσεις ρωσικού πετρελαίου σε χώρες που συμμετέχουν στη συμφωνία του G7 και συμμορφώνονται με το πλαφόν στις τιμές.
Βρετανία, Ισπανία και Ολλανδία έγιναν για πρώτη φορά εξαγωγείς ενέργειας, ενώ η Γαλλία αναγκάστηκε να προχωρήσει σε εισαγωγές μετά τα προβλήματα στους πυρηνικούς της αντιδραστήρες.