Η εφορία βεβαιώνει φόρους από ξέπλυμα χρήματος, αλλά δεν τους εισπράττει
Αντιμέτωποι με αυτή τη δυσμενή κατάσταση βρέθηκαν 1.364 φορολογούμενοι, που είχαν συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο ύψους 2,02 δισ. ευρώ περίπου.
Παράλληλα, στο ίδιο διάστημα η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων έλαβε από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες 97 έγγραφα παροχής πληροφοριών, τα οποία αφορούσαν σε 466 εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Στη βάση των πληροφοριών αυτών, αλλά και άλλων, άνοιξαν 233 υποθέσεις εκ των οποίων οριστικοποιήθηκαν οι 162. Βεβαιώθηκαν φόροι 153 εκατ. ευρώ περίπου και εισπράχθηκαν μόλις 2,1 εκατ. ευρώ περίπου.
Σημειώνεται πως φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις που έχουν καθυστερήσει να πληρώσουν ποσά φόρων άνω των 50.000 ευρώ για περισσότερους από τέσσερις μήνες μετά την ημερομηνία λήξης των προβλεπόμενων προθεσμιών, βρίσκονται αντιμέτωπα με μηνυτήριες αναφορές από τις αρμόδιες ΔΟΥ για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.
Εκτός από τις ποινικές διώξεις για τη μη πληρωμή των οφειλών τους στο Δημόσιο, πολλοί εξ αυτών κατηγορούνται και για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δηλαδή για ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος.
Αυτό διότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Ν.4557/2018), οι ΔΟΥ, τα Ελεγκτικά Κέντρα και το ΣΔΟΕ κάθε φορά που διαπιστώνουν φορολογικά αδικήματα που διώκονται ποινικά υποχρεούνται να υποβάλλουν αναφορές προς την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες προκειμένου οι κατηγορούμενοι να ελέγχονται και για το εάν διέπραξαν το αδίκημα του ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος.
Η εγκύκλιος Πιτσιλή
Να σημειωθεί πως εγκύκλιος του Διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή προβλέπει τη δέσμευση λογαριασμών, θυρίδων, ακινήτων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων όσων ελέγχονται από τους οικονομικούς εισαγγελείς για φοροδιαφυγή, ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος και γενικότερα οικονομικά εγκλήματα.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο του Διοικητή της ΑΑΔΕ (σε εφαρμογή του νόμου 4995/2022), ο χρόνος δέσμευσης ορίζεται σε 9 μήνες, ωστόσο μπορεί να παραταθεί για ακόμη 9 μήνες. Ειδικότερα:
Οι οικονομικοί εισαγγελείς και οι εισαγγελείς κατά της διαφθοράς, όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε δεσμεύσεις για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι 9 μηνών.
Το διάστημα αυτό μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του συμβουλίου εφετών, εάν έχει εκδοθεί απόφαση από εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος ή τον αναπληρωτή του, ή του συμβουλίου πλημμελειοδικών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από επίκουρο εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα μήνες, λόγω μη ολοκλήρωσης της προκαταρκτικής εξέτασης.
Σε κάθε περίπτωση, οι εισαγγελικές αρχές και οι υπηρεσίες που συνδράμουν (όπως για παράδειγμα η ΑΑΔΕ) οφείλουν να ολοκληρώσουν τον έλεγχο της υπόθεσης εντός των 18 μηνών, διαφορετικά οι λογαριασμοί, οι θυρίδες και τα ακίνητα των κατηγορουμένων αποδεσμεύονται, ανεξάρτητα από την πορεία της υπόθεσης.
Η απόφαση δέσμευσης γίνεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν, θυρίδα, κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. Η δέσμευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της γνωστοποίησης της απόφασης στον οργανισμό ή στην υπηρεσία προς την οποία απευθύνεται (τράπεζα κ.λπ.).
Η γνωστοποίηση γίνεται με φαξ ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, οι οποίες οφείλουν να ενημερώνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα.
Σε περίπτωση δέσμευσης ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους, η δέσμευση επιδίδεται στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου ή στον λιμενάρχη ή στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.
Με τον ίδιο τρόπο η απόφαση γνωστοποιείται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία μπορεί να λαμβάνει όλα τα μέτρα διασφάλισης.
Τέλος, η απόφαση για την παράταση του χρόνου δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι ημερών στον κατηγορούμενο, ο οποίος μπορεί να προσφύγει με αίτησή του προς το συμβούλιο εφετών ή το συμβούλιο πλημμελειοδικών.