Πάνω από το αφορολόγητο όριο ο νέος κατώτατος μισθός
Είναι το αποτέλεσμα της λεγόμενης «μη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής» της φορολογικής κλίμακας. Δηλαδή, της διατήρησης των κλιμακίων στα ίδια επίπεδα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το όποιο επιπλέον εισόδημα από την ονομαστική αύξηση να φορολογείται με ολοένα και μεγαλύτερο συντελεστή.
Το 2023 μάλιστα θα είναι «σημαδιακή» χρονιά, καθώς για πρώτη φορά θα φτάσουν να υπόκεινται σε παρακράτηση για φόρο εισοδήματος ακόμη και οι δικαιούχοι του κατώτατου μισθού. Ακόμη και στο δυσμενέστερο των σεναρίων –αυτό που προβλέπει ότι ο κατώτατος θα αυξηθεί τόσο ώστε να φτάσει στα 752 ευρώ, δηλαδή στα προ μνημονίων επίπεδα–, η εφορία θα ζητήσει φόρο περίπου 39 ευρώ από κάθε δικαιούχο του κατώτατου μισθού.
Οσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση και όσο μεγαλύτερος ο μισθός, τόσο αναλογικά μεγαλύτερο είναι και το «χαράτσι» της εφορίας. Η διατήρηση των κλιμακίων της φορολογικής κλίμακας στα ίδια επίπεδα δεν είναι φετινό φαινόμενο. Πρακτικά, τα ίδια κλιμάκια υφίστανται από το 2016, με τον ανώτατο συντελεστή της κλίμακας (44%) να εφαρμόζεται για τους έχοντες ετήσιο εισόδημα άνω των 44.000 ευρώ είτε από μία είτε από περισσότερες εργασίες.
Οσο ο πληθωρισμός παρέμενε σε μηδενικά ή πολύ χαμηλά επίπεδα, το πρόβλημα δεν γινόταν αισθητό. Τώρα όμως που οι εργαζόμενοι διεκδικούν αυξήσεις για να καλύψουν την απώλεια της αγοραστικής δύναμης (στην τριετία 2021-2023 θα ξεπεράσει το 20% ο αθροιστικός πληθωρισμός), η φορολογική κλίμακα θα λειτουργήσει ανασταλτικά. Ο εργοδότης θα πληρώνει 10% επιπλέον και η καθαρή αμοιβή θα αυξάνεται κατά 8% ή και λιγότερο.
Εργαζόμενος με μεικτές αποδοχές 1.500 ευρώ (21.000 ευρώ μεικτά σε ετήσια βάση) εισπράττει 1.148 ευρώ καθαρά, καθώς τα 208 ευρώ τα καταβάλλει για ασφαλιστικές εισφορές και τα 144 ευρώ για φόρο εισοδήματος (μέσω της παρακράτησης). Στο θετικό σενάριο που ο εργοδότης θα του κάνει αύξηση 150 ευρώ (δηλαδή 10%) ώστε να καλύψει πλήρως τις απώλειες εισοδήματος από τον πληθωρισμό, οι μεικτές αποδοχές θα ανέβουν στα 1.650 ευρώ (23.100 ευρώ τον χρόνο) αλλά τα καθαρά θα διαμορφωθούν στα 1.247 ευρώ.
Και αυτό διότι θα αυξηθούν οι κρατήσεις για ασφαλιστικές εισφορές από τα 208 στα 229 ευρώ και η παρακράτηση για τον φόρο εισοδήματος από τα 144 στα 174 ευρώ. Ενώ λοιπόν η μεικτή αμοιβή θα αυξηθεί κατά 10%, η καθαρή αμοιβή θα ανέβει κατά 8,6%, καθώς η μηνιαία παρακράτηση του φόρου εισοδήματος θα αυξηθεί κατά 20,8%.
Η αύξηση της παρακράτησης φόρου με διπλάσια ταχύτητα από την αύξηση του ονομαστικού μισθού αποτελεί σοβαρό εμπόδιο και για τη δημιουργία καλά πληρωμένων θέσεων εργασίας, οι οποίες σπανίζουν στην Ελλάδα. Σε μεικτές αποδοχές 2.800 ευρώ (μόλις 70.000 εργαζόμενοι στην Ελλάδα λαμβάνουν τέτοιο ύψος αποδοχών) επιβάλλεται παρακράτηση φόρου 493 ευρώ τον μήνα και οι καθαρές αμοιβές ανέρχονται στα 1.919 ευρώ μετά την αφαίρεση και των ασφαλιστικών εισφορών. Αν τα 2.800 ευρώ γίνουν 3.080 ευρώ, τότε η παρακράτηση φόρου θα εκτοξευτεί στα 585 ευρώ και η καθαρή αμοιβή θα ανέλθει στα 2.068 ευρώ. Δηλαδή η καθαρή αύξηση θα είναι 7,7%.
Οι πολύ υψηλές κρατήσεις είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο ολοένα και περισσότεροι εργοδότες επιλέγουν, αντί να δίνουν αυξήσεις σε χρήμα, να καταφεύγουν σε παροχές σε είδος: κουπόνια σίτισης, εταιρικό αυτοκίνητο, κάρτες για καύσιμα κ.λπ. Οι παροχές αυτές δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος ή ασφαλιστικές εισφορές – μάλιστα για τα κουπόνια σίτισης έγινε πρόσφατα αύξηση από τα 6 ευρώ ημερησίως στα 7 ευρώ–, οπότε και το τελικό κόστος για τον εργοδότη είναι χαμηλότερο και οι καθαρές αυξήσεις για τον εργαζόμενο μεγαλύτερες.
Υπόχρεοι σε φόρο εισοδήματος θα καταστούν και όλοι οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό μετά την αύξηση που θα δοθεί από την 1η Απριλίου. Οπως φαίνεται, η αύξηση του 5,5% στα μεικτά θα περιοριστεί στο 5,05% στα καθαρά, καθώς σε αυτή την περίπτωση τα 713 ευρώ μεικτά θα γίνουν 752 ευρώ, αλλά τα καθαρά θα αυξηθούν από τα 614 στα 645 ευρώ λόγω της παρακράτησης των 39 ευρώ ετησίως. Αυτό είναι και το πιο δυσμενές σενάριο που υπάρχει. Ενα από τα πιο αισιόδοξα προβλέπει αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,6%, στα όρια του πληθωρισμού. Τα μεικτά θα αυξηθούν στα 781 ευρώ, αλλά τα καθαρά θα αυξηθούν στα 668 ευρώ, δηλαδή κατά 8,79%, με την εφορία να «ροκανίζει» σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα. Κάθε εργαζόμενος θα καταβάλλει 71 ευρώ παρακράτηση φόρου για το σύνολο του έτους.