Ένας χρόνος πολέμου στην Ουκρανία - Οι επιπτώσεις στη διεθνή οικονομία
Αυτές οι επιπτώσεις δεν είναι λίγες, καθώς έχει μειωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης παγκοσμίως, ενώ η εκτόξευση που σημείωσαν αρχικά οι τιμές της ενέργειας έπληξε το βιοτικό επίπεδο πολλών χωρών τόσο της Ευρώπης όσο και του αναπτυσσόμενου κόσμου. Δεν επιβεβαιώθηκαν, πάντως, οι πλέον απαισιόδοξοι, που προέβλεπαν ύφεση στην Ευρώπη ακόμη και γενικευμένες διακοπές ρεύματος και κατάρρευση της οικονομίας της Ρωσίας.
Οπως εκτιμά το ΔΝΤ, η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας επιβραδύνθηκε το περασμένο έτος εξαιτίας του πολέμου και περιορίστηκε στο 3,4%, ήταν δηλαδή χαμηλότερη από το 3,8% που ήταν ο μέσος όρος των τελευταίων δύο δεκαετιών. Αναμένεται, άλλωστε, να επιβραδυνθεί περαιτέρω εφέτος, υποχωρώντας στο 2,9%.
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, υπήρξε εν μέρει απότοκος της πανδημίας και του εμφράγματος στην εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά επιταχύνθηκε εις το έπακρον λόγω του πολέμου. Ετσι στη διάρκεια του περασμένου έτους έφτασε σε παγκόσμιο επίπεδο το 8,8% κατά μέσον όρο και αναμένεται ότι παρά τις επίμονες αυξήσεις των επιτοκίων από μεγάλες και μικρές κεντρικές τράπεζες, θα παραμείνει στο αρκετά ανησυχητικό επίπεδο του 6,6% το 2023. Εν ολίγοις, θα βρίσκεται για αρκετό χρονικό διάστημα σε επίπεδα σαφώς υψηλότερα από το προ της πανδημίας επίπεδο του 3,5%.
Οπως εκτιμά, άλλωστε, ο ΟΟΣΑ, μόνο στη διάρκεια του τρέχοντος έτους ο πόλεμος θα αφαιρέσει από την παγκόσμια οικονομία το ιλιγγιώδες ποσό των 2,8 τρισ. δολ. Το σοκ του πολέμου για την παγκόσμια οικονομία σχετίζεται με το ιδιαίτερο βάρος της Ρωσίας στις ενεργειακές προμήθειες μεγάλου αριθμού χωρών.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, το πετρέλαιο της Ρωσίας αντιπροσώπευε το 14% της παγκόσμιας παραγωγής και προσφοράς το 2021. Η Ρωσία εξήγε περίπου 4,7 εκατ βαρέλια «μαύρου χρυσού» την ημέρα από τα 10,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα που παρήγε το 2021. Οι μεγαλύτεροι πελάτες της ήταν η Ευρώπη και η Κίνα, που εισήγαν 2,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα και 1,6 εκατ. βαρέλια την ημέρα, αντιστοίχως.
Σε ό,τι αφορά στις ΗΠΑ, όταν ξέσπασε ο πόλεμος η υπερδύναμη εισήγε μόλις 672.000 βαρέλια ρωσικού αργού την ημέρα και διέκοψε πλήρως αυτές τις εισαγωγές με ειδικό διάταγμα που εξέδωσε η Ουάσιγκτον τον Μάρτιο του περασμένου έτους, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου. Η Ρωσία ήταν, εξάλλου, η τέταρτη στον κόσμο σε εξαγωγές φυσικού αερίου πριν από τον πόλεμο και κάλυπτε τουλάχιστον το 40% των αναγκών της ΕΕ· ενίοτε και περισσότερο. Η βαρύτητα της Ρωσίας στην παγκόσμια αγορά ενέργειας προκάλεσε μεγάλη αστάθεια στον κλάδο.
Εσπευσαν βεβαίως να καλύψουν το κενό οι ΗΠΑ και οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες της Μέσης Ανατολής, καθώς η Ευρώπη προσπαθούσε να περιορίσει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Μόσχα. Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας Kpler, οι εξαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου αερίου (LNG) έφτασαν να καλύψουν το 41% των εισαγωγών της Ευρώπης μέσα στο περασμένο έτος παρά το γεγονός ότι μεσολάβησε η πυρκαγιά στον σταθμό εξαγωγών της Freeport στο Τέξας. Αυτός ήταν, άλλωστε, και ένας από τους λόγους που η Ευρώπη απέφυγε την ύφεση μια και οι ευρωπαϊκές χώρες έσπευσαν ταχύτατα να υποκαταστήσουν τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Κι ενώ η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε και μειώθηκε η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας, τελικά ούτε ντόμινο πτωχεύσεων καταγράφηκε ούτε γενικευμένες διακοπές στην ηλεκτροδότηση και, γενικώς, καμία καταστροφή από όσες είχαν προβλεφθεί.
Το ίδιο ισχύει, πάντως, και για την ίδια τη Ρωσία, η οποία για μία ακόμη φορά διέψευσε τις Κασσάνδρες και γνώρισε ύφεση μόλις 2,1% παρά τον καταιγισμό κυρώσεων που επέβαλαν οι ΗΠΑ και η ΕΕ στην οικονομία της, στο τραπεζικό της σύστημα και στις βιομηχανίες της, και παρά την ομαδική αποχώρηση πολλών δυτικών επιχειρήσεων από την αγορά της. Ο πόλεμος προκάλεσε, ωστόσο, εκτεταμένη ανησυχία για το ενδεχόμενο ελλείψεων τροφίμων σε όλον τον κόσμο, αφού η Ρωσία και η Ουκρανία αντιπροσωπεύουν από κοινού περίπου το 30% των παγκόσμιων προμηθειών σιτηρών. Η παραγωγή τους αυτή εξάγεται σε μεγάλο ποσοστό στις χώρες της Αφρικής, της Ασίας και σε τμήματα της Μέσης Ανατολής.
Η αβεβαιότητα για την επάρκεια των τροφίμων μεταφράστηκε γρήγορα σε εκτόξευση των τιμών, καθώς η τιμή του σιταριού κυμαινόταν γύρω στα 8 δολ. το μπούσελ τις εβδομάδες πριν από τον πόλεμο και για πρώτη φορά μετά μια δεκαετία εκτοξεύθηκε σύντομα στα 10 δολ. ανά μπούσελ, για να φτάσει στο ρεκόρ των 12,47 δολ. το μπούσελ τον Μάιο του περασμένου έτους.