Διαρκής αύξηση των απλήρωτων λογαριασμών ρεύματος και αερίου
Αύξηση των καθυστερήσεων στις πληρωμές των λογαριασμών ρεύματος και φυσικού αερίου, αλλά και της ενεργειακής φτώχειας, πυροδότησε η κρίση των τιμών ενέργειας.
Σύμφωνα με έρευνα του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ που έγινε για το 2022, ένα στα τέσσερα νοικοκυριά (25,6%) καθυστερεί να πληρώσει το ηλεκτρικό ρεύμα και το 18,8% τους λογαριασμούς θέρμανσης. Στους τελευταίους περιλαμβάνεται κατά κύριο λόγο η κατανάλωση φυσικού αερίου. Ο αριθμός των οικογενειών που έχουν φτάσει σε αυτό το αδιέξοδο έχει αυξηθεί έναντι του 2021. Τότε η έρευνα έδειχνε πως το ποσοστό που δήλωνε ότι δεν πληρώνει εγκαίρως τους λογαριασμούς ρεύματος ήταν στο 19,5% και τους αντίστοιχους της θέρμανσης στο 12,5%.
Η ενεργειακή κρίση εκτόξευσε πρωτίστως τις δαπάνες που σχετίζονται με τα καύσιμα. Ετσι, ανάμεσα στις κατηγορίες βασικών αναγκών διαβίωσης τα έξοδα που κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις ήταν η θέρμανση, όπως απάντησε το 60,7% των ερωτηθέντων, και οι μετακινήσεις σύμφωνα με το 51% των νοικοκυριών.
Επίσης πολλοί καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, 1 στα 4 νοικοκυριά (25,6%) καθυστερεί να πληρώσει το ηλεκτρικό ρεύμα και το 18,8% καθυστερεί την πληρωμή λογαριασμών θέρμανσης.
Οι αυξήσεις των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και των ειδών διατροφής, αποτελούν για σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά τις κατηγορίες που έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τουςκαι ακολουθούν οι αυξήσεις στη βενζίνη (28,5%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης (23,2%).
Ως καταλληλότερο μέτρο για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της ακρίβειας το 51,1% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων και το 28,6% η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα.
Δραματικές είναι και οι επιπτώσεις της κρίσης ως προς τη δυνατότητα των νοικοκυριών να έχουν πρόσβαση στις πλέον βασικές υπηρεσίες ενέργειας για επαρκή θέρμανση, μαγείρεμα, φωτισμό και χρήση ηλεκτρικών οικιακών συσκευών όπως περιγράφει στη γνώμη της για την ενεργειακή κρίση η ΟΚΕ.
Σύμφωνα με την ΟΚΕ, δύο είναι οι επίσημες και κοινά αποδεκτές στατιστικές που αποδίδουν την ενεργειακή φτώχεια και παρέχονται από την Eurostat (EU SILC): η αδυναμία ενός νοικοκυριού να διατηρεί το σπίτι του επαρκώς ζεστό και οι απλήρωτοι λογαριασμοί.
Σχετικά με το πρώτο κριτήριο, τη διατήρηση του σπιτιού επαρκώς ζεστού, ενώ στην ΕΕ κατά μέσο όρο το 2021 το 6,9% αδυνατούσε να το καταφέρει, το ποσοστό στην Ελλάδα ήταν υπερδιπλάσιο καθώς ανήλθε στο 17,5%. Λιθουανία, Βουλγαρία, Πορτογαλία και Ελλάδα καταγράφουν τις χειρότερες επιδόσεις.
Σχετικά με το δεύτερο κριτήριο, τους απλήρωτους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, η Ελλάδα διατηρεί το ρεκόρ σε όλη την ΕΕ. Για την ακρίβεια, το 26,3% των Ελλήνων το 2021 είχε απλήρωτους λογαριασμούς. Ο μέσος όρος στην ΕΕ των 27 και στην ευρωζώνη των 19 ανερχόταν σε 6,4%, δηλαδή 4 φορές λιγότεροι απ’ όσο στην Ελλάδα. Τη δεινή θέση της Ελλάδας επιβεβαιώνει επίσης η απόσταση που τη χωρίζει από τον δεύτερο, τη Βουλγαρία, και τον τρίτο, την Κροατία, όπου το ποσοστό των πολιτών οι οποίοι αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους είναι 19,2% και 15,2% αντίστοιχα.
Η Ελλάδα κατείχε τα πανευρωπαϊκά πρωτεία στο ποσοστό των πολιτών που αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος και τα προηγούμενα χρόνια. Το 2020 ήταν στο 28,2%, το 2019 στο 32,5%, 2018 στο 35,6% και το 2017 στο 38,5%.