Πώς επιδρά η μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού στις μικρές επιχειρήσεις
Το «καμπανάκι» για τις συνέπειες μιας πιθανής μεγάλης αύξησης του κατώτατου μισθού στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες εκτιμάται ότι είναι πιο εκτεθειμένες στις δυσμενείς επιπτώσεις, ήρθε από την έκθεση του ΚΕΠΕ, η οποία δεν είναι δεσμευτική για την κυβέρνηση, δείχνει όμως την τάση της αγοράς.
Ετσι, η ανεξάρτητη Αρχή Εμπειρογνωμόνων προτείνει αύξηση κατά 5% και το ΚΕΠΕ τάσσεται υπέρ μιας αύξησης στον κατώτατο μισθό και στο κατώτατο ημερομίσθιο από 4,5% έως και 7,5%. Συγκεκριμένα, η επιτροπή των εμπειρογνωμόνων, αφού έλαβε υπόψη της τόσο τις προτάσεις - εισηγήσεις των φορέων, ερευνητικών ινστιτούτων και κοινωνικών εταίρων και την πορεία της ελληνικής οικονομίας, εκτιμά πως «το επίπεδο κατώτατων μισθών στο τέλος του 2022 ήταν ικανοποιητικό και ότι είναι θεμιτή μια αύξηση, που θα αναπληρώνει την προβλεπόμενη απώλεια πραγματικού εισοδήματος των χαμηλόμισθων λόγω του πληθωρισμού (+4,4%) και θα ακολουθεί την αναμενόμενη αύξηση της πραγματικής παραγωγικότητας (+0,6%)».
Συνεπώς, εισηγείται αύξηση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου κατά 5%. Στο ίδιο τελικό κείμενο, το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης για το 2023, θέτοντας ως ελάχιστη αύξηση το 4,5%. Από την άλλη πλευρά, για λόγους κοινωνικής ισότητας, θεωρεί πως είναι σκόπιμο να μην ξεπεράσει την αύξηση που δόθηκε στους περισσότερους συνταξιούχους (7,75%). Και προτείνει μια αύξηση από 4,5% έως 7,5%. Επισημαίνει μάλιστα ότι οι μικρές επιχειρήσεις στις οποίες η χρήση του κατώτατου μισθού είναι πιο διαδεδομένη, είναι σαφώς πιο εκτεθειμένες στις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχει μια αύξησή του.
Συγκεκριμένα, επισημαίνεται πως οι μικρές επιχειρήσεις αποδεικνύονται πιο ευαίσθητες στις μεταβολές του κατώτατου μισθού, αφού μία αύξηση της τάξης του 1% θα αυξήσει τους μέσους μισθούς στις μικρές επιχειρήσεις κατά 0,53%, ενώ στις μεγάλες κατά 0,36%. Με άλλα λόγια, η πίεση από μία αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αισθητά μεγαλύτερη προς τις μικρές επιχειρήσεις. Μάλιστα, καταγράφονται σημαντικές κλαδικές διαφορές αναφορικά με την επίδραση του κατώτατου στον μέσο μισθό.
Ειδικότερα, στις μικρές επιχειρήσεις σε έξι κλάδους η ελαστικότητα μέσων προς κατώτατους μισθούς εκτιμάται υψηλότερη από 0,5. Μεταξύ αυτών των κλάδων περιλαμβάνονται και οι πολυπληθείς κλάδοι που σχετίζονται με τον τουρισμό και το εμπόριο, καθώς και ο κλάδος της μεταποίησης. Οσον αφορά τις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 10 εργαζομένους, κατά κανόνα η ελαστικότητα μέσου προς κατώτατο μισθό είναι μικρότερη από τις αντίστοιχες μικρές επιχειρήσεις. Ο κλάδος των καταλυμάτων και της εστίασης συνεχίζει να είναι σχετικά πιο ευαίσθητος σε αλλαγές του κατώτατου μισθού, επισημαίνει το ΚΕΠΕ, με ελαστικότητα στο 0,43 και ακολουθούν η διαχείριση ακίνητης περιουσίας (0,40), η υγεία, το εμπόριο και η μεταποίηση, με ελαστικότητα στο 0,33.
Ενας ακόμη δείκτης που αναμένεται να αποδειχθεί καθοριστικός στην τελική απόφαση, ο δείκτης Kaitz, δηλαδή ο λόγος κατώτατου προς μέσο μισθό. Σύμφωνα με τους ειδικούς, όσο πιο κοντά είναι ο κατώτατος μισθός στον μέσο, τόσο πιο υψηλή είναι η τιμή του δείκτη, καταδεικνύοντας μεγαλύτερη αλληλοσυσχέτιση. Το 2022 ο δείκτης Kaitz για όλες τις επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των δέκα ατόμων υπολογίζεται σε 0,51 (2021: 0,48) και κυμαίνεται από 0,28 για τον κλάδο της ενέργειας έως 0,67 για τις διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες. Οι κλάδοι που σχετίζονται με τον τουρισμό καταγράφουν υψηλό δείκτη Kaitz (0,65) κυρίως λόγω των χαμηλών μισθών στην εστίαση, ενώ ακολουθούν η υγεία (0,61), οι λοιπές υπηρεσίες (0,58), η δημόσια διοίκηση (0,58), οι κατασκευές (0,56) και το εμπόριο (0,56). Η μικρή αύξηση του δείκτη Kaitz το 2022 οφείλεται στο γεγονός ότι ο μέσος μισθός για τις μεγάλες επιχειρήσεις αυξήθηκε λιγότερο σε σχέση με τον κατώτατο. Ειδικότερα, ο μέσος μισθός στις μεγάλες επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά μέσο όρο περίπου 3% μεταξύ Οκτωβρίου 2021 και Οκτωβρίου 2022.
Στις επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 εργαζομένους, για το σύνολο των κλάδων ο δείκτης Kaitz είναι σαφώς υψηλότερος από τον αντίστοιχο των μεγάλων επιχειρήσεων, δείχνοντας ότι σημαντική μερίδα των εργαζομένων εκεί αμείβεται με μισθούς πολύ κοντά στον κατώτατο. Ειδικότερα, ο δείκτης ήταν 0,72 το 2021 και το 2022 αυξήθηκε σε 0,74, ενώ κυμαίνεται από 0,55 για τη δημόσια διοίκηση έως 0,83 για την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση (0,83), οι τέχνες (0,81), η υγεία (0,81), τα καταλύματα και η εστίαση (0,78) και το εμπόριο (0,78) διαχρονικά καταγράφουν από τους υψηλότερους δείκτες Kaitz και άρα από τους χαμηλότερους μισθούς.