Επιτροπή Ανταγωνισμού: Έρευνα για τις πρακτικές του χρηματοπιστωτικού κλάδου
H Επιτροπή Ανταγωνισμού προχώρησε στην κατά προτεραιότητα εξέταση και ανάθεση σε αρμόδιο εισηγητή της διερεύνησης ορισμένων πρακτικών επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενων στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Οι πρακτικές αυτές διερευνώνται στο πλαίσιο υποβληθείσας καταγγελίας και σχετικής αυτεπάγγελτης έρευνας της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (ΓΔΑ) στις αγορές, μεταξύ άλλων, της παροχής υπηρεσιών πληρωμών και διατραπεζικών συστημάτων. Στο πλαίσιο της έρευνάς της, η ΓΔΑ διεξήγαγε στις 8 Νοεμβρίου 2019 και 14 Δεκεμβρίου 2021, αιφνιδιαστικούς επιτόπιους ελέγχους σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ανωτέρω αγορές.
Υπενθυμίζεται ότι στις 6 Οκτωβρίου 2022, η ΕΑ αποφάσισε την κατά προτεραιότητα εξέταση και ανάθεση σε αρμόδιο Εισηγητή της διερεύνησης πιθανών παραβάσεων των κανόνων περί ελεύθερου ανταγωνισμού ως προς πρακτικές που συνδέονται με την επιβολή χρεώσεων για ορισμένες τραπεζικές υπηρεσίες (βλ. σχετικό ΔΤ εδώ).
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, θεματοφύλακας της εύρυθμης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού βάσει του ν. 3959/2011 και των άρθρων 101/102 ΣΛΕΕ.
Τα άρθρα 1 του ν. 3959/2011 και 101 ΣΛΕΕ απαγορεύουν συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων (συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές) που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού.
Το άρθρο 1Α του ν. 3959/2011 απαγορεύει μονομερείς πρακτικές που συνιστούν πρόσκληση σε απαγορευμένη σύμπραξη και ανακοίνωση μελλοντικών προθέσεων τιμολόγησης προϊόντων και υπηρεσιών προς ανταγωνιστές.
Τα άρθρα 2 του ν. 3959/2011 και 102 ΣΛΕΕ απαγορεύουν την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.
Η ανάθεση σε Εισηγητή σημαίνει ότι η έρευνα της ΕΑ βρίσκεται σε ιδιαίτερα προχωρημένο στάδιο και συνεπάγεται την εκκίνηση των προθεσμιών των παρ. 4 και 5 του άρθρου 15 ν. 3959/2011 για τη λήψη απόφασης, ωστόσο δεν προδικάζει το περιεχόμενο της εισήγησης ή/και της απόφασης της ΕΑ. Η νόμιμη προθεσμία είναι ενδεικτική και ο χρόνος εξέτασης κάθε υπόθεσης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την πολυπλοκότητά της, τον όγκο του διοικητικού φακέλου, καθώς και τον αριθμό και το βαθμό συνεργασίας των ελεγχόμενων επιχειρήσεων.