Τέλος στις κρατικές σπατάλες βάζει η νέα δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ - Τι αλλάζει
Η μεγάλη αλλαγή στο νέο αυτό δημοσιονομικό πλαίσιο αφορά στην εστίαση στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, δηλαδή τις δημοσιονομικές δαπάνες που δεν περιλαμβάνουν τα κόστη εξυπηρέτησης του χρέους και τα κόστη στήριξης των ανέργων.
Αυτός ο νέος ενιαίος λειτουργικός δείκτης θα χρησιμεύσει ως βάση για τον καθορισμό της πορείας δημοσιονομικής προσαρμογής και την άσκηση ετήσιας δημοσιονομικής εποπτείας, με αποτέλεσμα τη σημαντική απλούστευση του πλαισίου.
Αν κάποιος ξεπερνά τον προσυμφωνημένο στόχο για τις δαπάνες θα πρέπει να αυξάνει τα έσοδα για να αντισταθμίζει την απόκλιση. Όταν ωστόσο καταγράφονται μεγαλύτερα έσοδα από τα προϋπολογισμένα, αυτό δεν θα συνεπάγεται αύξηση και των δαπανών από τα προκαθορισμένα επίπεδα.
Τί σημαίνει αυτό για την Ελλάδα; Ο ελληνικός προϋπολογισμός το 2023 έχει στηριχθεί σε πρόβλεψη συνολικών δαπανών ύψους 71,8 δισ. ευρώ. Αν από αυτά εξαιρεθούν οι τόκοι 5,8 δισ. ευρώ και οι δαπάνες στήριξης ανέργων 1,3 δισ. ευρώ, τότε οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες ανέρχονται σε 64,7 δισ. ευρώ. Εάν ίσχυε το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο και η Ελλάδα ξεπερνούσε τον προσυμφωνημένο στόχο των 64,7 δισ. ευρώ κατά π.χ. 2 δισ. ευρώ, τότε θα έπρεπε να αυξήσει τα έσοδα αντίστοιχα ώστε να καλύψει τη διαφορά. Εάν όμως η Ελλάδα ξεπερνούσε τον εφετινό στόχο για έσοδα 63,8 δισ. ευρώ και πετύχαινε 65,8 δισ. ευρώ, δεν θα μπορούσε να αυξήσει ανάλογα τις δαπάνες.
Με τον τρόπο λοιπόν αυτό θα επιτυγχάνεται καλύτερος έλεγχος και ουσιαστικότερη δημοσιονομική πειθαρχεία σε εθελοντική βάση (τα κράτη θα θέτουν τους στόχους) , χωρίς να επιβάλλονται ασφυκτικές πολιτικές λιτότητας στο σκέλος των δαπανών.
Και το σημαντικότερο, είναι πως οι πολίτες δεν θα θέλουν το κράτος τους να είναι σπάταλο γιατί θα καλούνται εκείνοι να πληρώνουν κάθε φορά με πρόσθετους φόρους τις υπερβάσεις. Έτσι, λοιπόν θα αυξάνεται και η λογοδοσία και θα παράγονται σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα που θα μειώνουν τον όγκο των κρατικών χρεών.