Credit Suisse: «Ένεση» 50 δισ. ελβετικά φράγκα από την κεντρική τράπεζα
Να καθησυχάσει τους φόβους των επενδυτών επιχειρεί η ελβετική κεντρική τράπεζα η οποία προσέφερε «σανίδα σωτηρίας» ύψους 50 δισ. ελβετικά φράγκα, ενώ σχεδιάζει να προχωρήσει και σε επαναγορά χρέους.
Η δεύτερη μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα, είδε τη μετοχή της χθες να υποχωρεί έως 31%, ενώ τα CDS, ασφάλιστρα κινδύνου των ομολόγων της, εκτινάχθηκαν σε επίπεδα που θυμίζουν την ευρωπαϊκή κρίση προ δεκαετίας.
Οι ρυθμιστικοί φορείς της Ελβετίας επενέβησαν σήμερα πετώντας σωσίβιο ρευστότητας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων στην εμβληματική Crédit Suisse, κίνηση άνευ προηγουμένου από την ελβετική κεντρική τράπεζα, καθώς οι μετοχές της τράπεζας κατακρημνίστηκαν με εφιαλτικό τρόπο χθες Τετάρτη, έφθασαν να υποχωρούν ακόμη και πάνω από 30% στο χρηματιστήριο, προτού κλείσουν στο –24,24%.
Η απόφαση του εποπτικού φορέα της ελβετικής κεφαλαιαγοράς (FINMA) και της κεντρικής τράπεζας σκοπό έχει να «ενισχυθεί» ο τραπεζικός όμιλος αυτός, που θεωρείται συστημικά σημαντικός, ή αλλιώς πολύ μεγάλος για να αφεθεί να πτωχεύσει.
Είναι η πρώτη φορά που ανακοινώνεται η χορήγηση τόσης ρευστότητας σε μεγάλη τράπεζα σε παγκόσμια κλίμακα από την τραπεζική κρίση του 2008, πάντως κεντρικές τράπεζες είχαν παρέμβει για να εγγυηθούν πως οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα άντεχαν την πίεση κατά τη διάρκεια της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
Τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα, η Crédit Suisse ανακοίνωσε πως θα δανειστεί ως και 50 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα (50,6 δισεκ. ευρώ) από την κεντρική τράπεζα.
«Η επιπρόσθετη ρευστότητα θα υποστηρίξει τις κύριες δραστηριότητες της Crédit Suisse και των πελατών της, καθώς η Crédit Suisse λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να δημιουργηθεί μια τράπεζα πιο απλή και στοχευμένη, βασισμένη στις ανάγκες των πελατών της», ανέφερε η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε.
Όταν έκλεισε χθες το χρηματιστήριο, η τράπεζα είχε κεφαλαιοποίηση 6,7 δισεκ. ελβετικά φράγκα (6,8 δισεκ. ευρώ), ψίχουλα για μια από τις 30 τράπεζες σε όλο τον κόσμο που θεωρούνται συστημικά σημαντικές, ή αλλιώς πολύ μεγάλες για να πτωχεύσουν.
Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank και μικρότερων τραπεζών στις ΗΠΑ πυροδότησε κρίση εμπιστοσύνης, που πλέον μεταφέρθηκε στην Ευρώπη. Οι επενδυτές φάνηκαν να αψηφούν τις διαβεβαιώσεις, ιδίως από τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, για τα μέτρα που εγγυώνται τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του αμερικανικού και του διεθνούς.
Πτώση άνευ προηγουμένου
Η FINMA και η ελβετική κεντρική τράπεζα θέλουν επίσης να καθησυχάσουν, να πείσουν πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μετάδοσης της αναταραχής του αμερικανικού τραπεζικού τομέα στον ελβετικό.
Νωρίτερα χθες, ηγετικά στελέχη της Crédit Suisse είχαν ήδη αποπειραθεί να κατευνάσουν τις ανησυχίες για τη σταθερότητα της τράπεζας, χωρίς μολαταύτα να πείσουν τους επενδυτές: η μετοχή της υπέστη τη μεγαλύτερη πτώση στην ιστορία της.
Ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας Ούλριχ Κέρνερ, σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο Channel News Asia διαβεβαίωνε χθες πως «είμαστε ισχυρή τράπεζα, είμαστε τράπεζα με παγκόσμια διάσταση υπό ελβετική εποπτεία» και «εκπληρώνουμε και ξεπερνάμε όλες τις απαιτήσεις των εποπτικών φορέων», «το κεφάλαιό μας, η βάση της ρευστότητάς μας είναι πάρα πολύ σθεναρά».
Η ανησυχία ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας των Άλπεων, με το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών να ανακοινώνει πως «παρακολουθεί την κατάσταση» και «βρίσκεται σε επαφή» με τις αρχές «διεθνώς».
Ενώ στη Γαλλία, η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν κάλεσε τις ελβετικές αρχές να επιλύσουν τα προβλήματα της Crédit Suisse και έδωσε εντολή στον υπουργό Οικονομικών της να συζητήσει με τον ομόλογό του στη Βέρνη.
Η ιλιγγιώδης πτώση άρχισε έπειτα από δηλώσεις του προέδρου της Εθνικής Τράπεζας της Σαουδικής Αραβίας, του σημαντικότερου μετόχου της Crédit Suisse.
Οι Σαουδάραβες μπήκαν στο κεφάλαιο της τράπεζας τον Νοέμβριο. Όμως η Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας δεν σχεδιάζει να κάνει νέες ενέσεις ρευστότητας στην Crédit Suisse, κυρίως για ρυθμιστικούς λόγους, είπε χθες ο Άμαρ αλ Χουντάιρι, ο πρόεδρός της.
Η Saudi National Bank κατέχει το 9,8% των μετοχών της Crédit Suisse. Ωστόσο, δυνάμει του ελβετικού δικαίου, χρειάζεται πράσινο φως από τον FINMA, τον ελβετικό εποπτικό φορέα, για να ξεπεραστεί το όριο του 10%.
Σε συνέντευξή του στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters, ο κ. αλ Χουντάιρι δήλωσε «πολύ ικανοποιημένος» για το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της Crédit Suisse, κατ’ αυτόν «πολύ στέρεης τράπεζας».
«Εντελώς άλλη διάσταση»
Η συγκεκριμένη τράπεζα, που ιδρύθηκε το 1856, χαρακτηρίζεται πυλώνας του ελβετικού χρηματοπιστωτικού τομέα, όμως αντιμετωπίζει προβλήματα μετά την κατάρρευση της βρετανικής χρηματοοικονομικής εταιρείας Greensill, το έναυσμα σειράς σκανδάλων που την έχουν φέρει σε δύσκολη θέση. Από τον Μάρτιο του 2021, η μετοχή της Crédit Suisse έχει απολέσει το 83% της αξίας της.
«Η πίεση στην Crédit Suisse επηρέασε την ήδη νευρική αγορά», σχολίαζε χθες αναλυτής της Robobank. Οι επενδυτές μοιάζουν «ολοένα πιο ανήσυχοι» για τις τράπεζες, υπερθεμάτιζε αναλυτής της εταιρείας Finalto.
Αλλά, σύμφωνα με τον τελευταίο, αν η Crédit Suisse φθάσει να αντιμετωπίσει «υπαρξιακό πρόβλημα, θα είμαστε μπροστά σε εντελώς άλλη διάσταση».
«Είναι αληθινά πολύ σημαντική για να αφεθεί να βυθιστεί», εξήγησε: το μέγεθός της δεν έχει καμιά σχέση με αυτό της SVB.
Επιστροφή στο «θρίλερ» του 2008
Δεν είναι τυχαίο ότι ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για μια νέα πιθανή τραπεζική κρίση. Στον απόηχο των όσων συμβαίνουν με την Credit Suisse, επισημαίνει ότι ο ελβετικός «κολοσσός» είναι «πολύ μεγάλος για να σωθεί και πολύ μεγάλος για να καταρρεύσει». Ο «Dr. Doom», όπως τον ονομάζουν, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Bloomberg τόνισε ότι η αμερικανική Silicon Valley Bank, είχε ενεργητικό 150 δισ. δολάρια ενώ το ενεργητικό της Credit Suisse διαμορφώνεται σε τουλάχιστον 700 δισ. δολάρια.
Παράλληλα τόνισε πως η οποιαδήποτε εξέλιξη με την Credit Suisse θα έχει συστημικό αντίκτυπο, όχι μόνο στο χρηματοοικονομικό σύστημα της «Γηραιάς Ηπείρου», αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο και προειδοποίησε ότι αν συμβεί κάτι αρνητικό με την ελβετική τράπεζα, θα είναι μια στιγμή ανάλογη με τη «Lehman Brothers».
Στο μικροσκόπιο των αναλυτών μπαίνουν και τα γνωστά σε εμάς τους Έλληνες CDS, τα οποία εκτοξεύθηκαν από τις 800 στις 1.200 μονάδες βάσης για την Credit Suisse με φόντο τη SVB.
Μνήμες από την περίοδο της ελληνικής κρίσης χρέους ξύπνησε η εκτίναξη του κόστους ασφάλισης έναντι χρεοκοπίας των βραχυπρόθεσμων ομολόγων της Credit Suisse, προκαλώντας ισχυρά ρίγη ανησυχίας στους κόλπους των επενδυτών.
Η τελευταία καταγεγραμμένη τιμή των CDS της ελβετικής τράπεζας διαμορφώθηκε στις 835,9 μονάδες βάσης την Τρίτη, ωστόσο το πρωί της Τετάρτης οι traders είδαν τα μονοετή CDS της Credit Suisse να σκαρφαλώνουν έως και τις 1.200 μονάδες βάσης, σύμφωνα με πηγές του Bloomberg.
Tιμή spread άνω των 1.000 μονάδων βάσης σε μονοετή CDS τραπεζών είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο. Οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες είχαν φτάσει σε αντίστοιχα επίπεδα κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους και της οικονομικής ύφεσης της χώρας.
Το επίπεδο που καταγράφηκε την Τρίτη είναι περίπου 18 φορές υψηλότερο από το συμβόλαιο της UBS Group και περίπου 9 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της Deutsche Bank.
Επίσης, άλμα έκαναν και τα 5ετή CDS, φτάνοντας στις 766 μονάδες βάσης.
Τα credit default swaps (CDS) βρίσκονται λοιπόν και πάλι στο επίκεντρο των συζητήσεων παγκοσμίως. Προσέξτε τι συμβαίνει με τα ασφάλιστρα κινδύνου, τα οποία συνέτριψαν την ελληνική οικονομία στις αρχές του 2010.
Τα συμβόλαια CDS μπορούν να αγοραστούν από επενδυτές που κατέχουν κάποιο ομόλογο, αλλά μπορούν να αγοραστούν και από επενδυτές που δεν κατέχουν ομόλογα. Όταν ο αγοραστής δεν κατέχει ομόλογο τότε το CDS ονομάζεται «naked» CDS, δηλαδή «γυμνό». Τα «naked» CDS αγοράζονται με μόνο σκοπό τα υπερκέρδη έναντι της χρεοκοπίας. Κάποιοι δηλαδή μέσα από το σύστημα επιδιώκουν τις χρεοκοπίες τραπεζικών ιδρυμάτων.
Πρακτικά δηλαδή, όποιος αγοράζει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο χωρίς να κατέχει ομόλογο είναι σαν να ασφαλίζεται για να προστατευτεί από μια καταστροφή που δεν τον αφορά και από την οποία αν συμβεί θα κερδίσει. Δηλαδή είναι σαν να αγοράζει ασφαλιστήριο συμβόλαιο για να καλυφθεί από πιθανή καταστροφή που μπορεί να υποστεί το σπίτι του διπλανού του. Με τον τρόπο αυτό έχει κάθε συμφέρον να βάλει φωτιά στο σπίτι του διπλανού του για να εισπράξει την ασφάλεια.
Ο εφιάλτης λοιπόν επιστρέφει και σε Αμερική και σε Ευρώπη ακόμα κι αν με μια πρώτη ματιά δεν φαίνεται άμεση σύνδεση της Silicon Valley Bank με την περίπτωση της Credit Suisse.
Η προειδοποίηση πως οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με βραδυφλεγή τραπεζική κρίση προχώρησε ο Λάρι Φινγκ, ιδρυτής του επενδυτικού κολοσσού της BlackRock των 8,6 τρισ. δολαρίων.
Σε επιστολή του προς επενδυτές και διευθύνοντες συμβούλους ο Λάρι Φινγκ τονίζει πως η πτώχευση της SVB είναι ένα παράδειγμα του «τιμήματος που πληρώνουμε για τις δεκαετίες του εύκολου χρήματος».
Παράλληλα, εκτιμά πως το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν στις ΗΠΑ περισσότερες κατασχέσεις και λουκέτα. Σύμφωνα με όσα μεταδίδει το Bloomberg, το αφεντικό της BlackRock υποστηρίζει πως η επιθετική αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες ήταν το πρώτο «ντόμινο που έπεσε» ενώ η SVB είναι ένα παράδειγμα του δεύτερου. Μάλιστα, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ότι και άλλες περιφερειακές τράπεζες και επενδυτές, που η βασική τους στρατηγική εστιάζεται στη μόχλευση, είναι πιθανό να βρεθούν σε αντίστοιχη κατάσταση.
«Δεν είναι σαφές ακόμη εάν ο αντίκτυπος από το εύκολο χρήμα και τις ρυθμιστικές αλλαγές θα προκαλέσουν αλυσιδωτές επιπτώσεις στον περιφερειακό τραπεζικό τομέα, αντίστοιχες με την κρίση του 1980, οδηγώντας σε περισσότερες κατασχέσεις και λουκέτα», υπογράμμισε ο διευθύνων σύμβουλος του μεγαλύτερου fund ομολόγων στον κόσμο.