Πόσο επιβαρύνει τους δανειολήπτες η νέα αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ

Η νέα αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οδηγεί ανοδικά το euribor και όλα τα συνδεόμενα με αυτό δάνεια.
Pixabay

Σε υψηλά επίπεδα, της τάξης του 4% εκτιμάται ότι θα σταθεροποιηθεί το euribor έως τα τέλη του χρόνου, ακολουθώντας την πορεία του βασικού επιτοκίου πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, που μετά και την τελευταία αύξηση βρίσκεται πλέον στο 3,5%. Η αύξηση αυτή αποτυπώνεται ήδη στην πορεία του euribor τριμήνου, βάσει του οποίου τιμολογούνται όλα τα δάνεια που είναι κυμαινόμενου επιτοκίου και το οποίο κινείται άνω του 2,8%.

Η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ επηρεάζει σημαντικά όλα τα δάνεια που είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο και συνδέονται ευθέως με το euribor, με έμφαση τόσο στα επιχειρηματικά δάνεια όσο και στα στεγαστικά, που αποτελούν περίπου το 90% του χαρτοφυλακίου των 115 δισ. ευρώ τραπεζών, αλλά και όλα τα δάνεια που έχουν πουληθεί σε funds, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε 87 δισ. ευρώ.

Το μέσο spread των στεγαστικών δανείων που διαχειρίζονται τα funds διαμορφώνεται σε 2,5%-3% και μετά την άνοδο των επιτοκίων το τελικό επιτόκιο διαμορφώνεται κοντά στο 5,8%. Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες παρά τη στροφή που έχει γίνει τα δύο τελευταία χρόνια στα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου, τα δάνεια αυτά αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και αφορούν μόνο τις νέες εκταμιεύσεις. Η πλειονότητα των δανείων επιβαρύνεται σημαντικά από την άνοδο των επιτοκίων και το ύψος της επιβάρυνσης είναι συνάρτηση του χρόνου κατά τον οποίο έγινε η σύναψη του δανείου και του περιθωρίου που εφαρμόζεται πάνω στο βασικό επιτόκιο.

Από την πλευρά τους, οι τράπεζες επισημαίνουν ότι η πλειοψηφία των στεγαστικών δανείων της δεκαετίας του 2000, λίγο πριν από την κρίση των μνημονίων, ήταν με χαμηλά spreads της τάξης του 1,5%, καθώς τότε με την μεγάλη έκρηξη της ζήτησης οι συνθήκες ανταγωνισμού είχαν συμπιέσει τα περιθώρια κέρδους. Ετσι γι’ αυτά τα δάνεια το τελικό επιτόκιο σήμερα διαμορφώνεται κοντά στο 4% και η επιβάρυνση είναι μικρότερη σε σύγκριση με τα δάνεια της περιόδου μετά το 2010, όταν τα spreads των δανείων είχαν ανέλθει στο 3% ή ακόμη και στο 4%.

Η αύξηση της δόσης είναι επίσης συνάρτηση της διάρκειας του δανείου και του κατά πόσον ο δανειολήπτης έχει αποπληρώσει το τμήμα των τόκων που συνήθως συσσωρεύονται στο μεγαλύτερο μέρος του στα δύο τρίτα της συνολικής διάρκειας. Ανάλογα με το αν το δάνειο είναι, π.χ., 20ετούς διάρκειας, τα πρώτα χρόνια κάποιος πληρώνει κυρίως τόκους και λίγο κεφάλαιο (π.χ. 10%-90%), αλλά η ισορροπία αυτή αλλάζει όσο περνούν τα χρόνια και αντιστρέφεται όταν το δάνειο φθάνει προς τη λήξη του. Η παράμετρος αυτή είναι σημαντική για το ύψος της επιβάρυνσης που θα υποστεί κάποιος λόγω της ανόδου των επιτοκίων και σύμφωνα με τις τράπεζες ένα σημαντικό τμήμα των δανείων του παρελθόντος έχει διανύσει τη «διακεκαυμένη» περίοδο της υψηλής τοκοφορίας.

Με δεδομένο επίσης ότι το μέσο spread των στεγαστικών δανείων διαμορφώνεται στις 250 μονάδες, το μέσο τελικό επιτόκιο για τα στεγαστικά δάνεια, εάν προστεθεί και το euribor, διαμορφώνεται ήδη κοντά στο 5,5% και έπεται συνέχεια. ∆εν ισχύει το ίδιο για τα δάνεια της περιόδου μετά το 2010, τα οποία εκτός του ότι τιμολογούνται με υψηλά spreads δεν έχουν καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της τοκοφόρου περιόδου. Τα δάνεια αυτά τιμολογούνται σήμερα κοντά στο 6%-6,5% και με δεδομένο ότι δεν έχει αποπληρωθεί το βασικό μέρος της οφειλής, υφίστανται και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση και είναι οι μεγάλοι χαμένοι της ανόδου των επιτοκίων.