Οι αγορές αναζητούν αδύναμους κρίκους στο διεθνές τραπεζικό σύστημα

Η συνεχιζόμενη αναταραχή στις χρηματιστηριακές αγορές με επίκεντρο τις τραπεζικές μετοχές, που σήμερα έχει στο επίκεντρο τη μετοχή της Deutsche Bank, αποτελεί ένα μίνι τεστ αντοχής για το τραπεζικό σύστημα, καθώς δείχνει ποια πιστωτικά ιδρύματα αντέχουν στην αμφισβήτηση των αγορών. Αλλά πόσο μοιάζει το σήμερα με την κρίση του 2008; 

Οι αγορές αναζητούν αδύναμους κρίκους στο διεθνές τραπεζικό σύστημα
UNSPLASH
4'

Η χρεοκοπία της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 ήταν το γεγονός εκείνο που τότε έπληξε καίρια το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και απείλησε να τινάξει στον αέρα τις τράπεζες και κατ’ επέκταση την παγκόσμια οικονομία. Χρειάστηκε τότε να παρέμβει η αμερικανική κυβέρνηση με υπουργό Οικονομικών τον Χένρι Πόλσον και τον επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Μπεν Μπερνάνκι ενισχύοντας τις αγορές και τις τράπεζες με περίπου 1,5 τρισ. δολάρια για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση.

Στην πραγματικότητα η κρίση είχε αρχίσει από το 2007 όταν τα πολύ χαμηλά επιτόκια και η μεγάλη διάθεση για ανάληψη κινδύνου από πολλές αμερικανικές και αρκετές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες έκαναν πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να επενδύσουν σε ιδιαίτερα επισφαλή σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα τα οποία αποδείχτηκαν στη συνέχεια «τοξικά», χάνοντας μεγάλο μέρος της αξίας τους. Αυτό είχε ως συνέπεια οι τράπεζες να βρεθούν με τεράστιες απώλειες με αποτέλεσμα να μην έχουν διαθέσιμη ρευστότητα. Τα πρώτα σημάδια έκαναν την εμφάνισή τους τον Απρίλιο του 2007 όταν η New Century, αμερικανικό καταπίστευμα με ειδικότητα σε δομημένα ομόλογα, κήρυξε χρεοκοπία. Από εκεί ξεκίνησε ο κατήφορος. Τον Σεπτέμβριο του 2007 η βρετανική τράπεζα Northern Rock ζήτησε βοήθεια από την Τράπεζα της Αγγλίας με αποτέλεσμα να επικρατήσει πανικός, φυγή καταθέσεων και κρατικοποίησή της. Τον Μάρτιο του 2008 η Bear Stearns χρεοκόπησε. Τον Σεπτέμβριο του 2008 οι αμερικανικές Αρχές έσπευσαν να σώσουν τις κρατικές εταιρείες παροχής στεγαστικών δανείων Fannie Mae και Freddie Mac. Το ίδιο έγινε με την εμπορικήWashington Mutual.

Όπως οι ΗΠΑ έσωσαν τις δικές τους εμπορικές τράπεζες (οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες συγχωνεύτηκαν), έτσι και τα ευρωπαϊκά κράτη έριξαν σωσίβιο στα δικά τους χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η βελγο-ολλανδική Fortis, η γερμανική Hypo Real Estate, η βρετανική Bradford & Bingley, η δανέζικη Roskilde Bank και η ισλανδική Glitnir κρατικοποιήθηκαν, των οποίων τα προβλήματα μεταφέρθηκαν σε άλλες, όπως έγινε στην περίπτωση της Royal Bank of Scotland.

Μεγάλες διάφορες...

Η σημερινή χρηματοπιστωτική καταιγίδα ξεκίνησε πάλι από τις ΗΠΑ, αλλά υπάρχουν διαφορές. Στη σημερινή κρίση χάθηκαν περίπου 350 δισ. δολάρια από δύο τράπεζες, όταν το ίδιο ποσό το 2008 είχε χαθεί από την κατάρρευση μερικών δεκάδων. Από την άλλη, τότε η κατάσταση γενικεύτηκε. Σήμερα η κρίση χτυπά μεμονωμένες περιπτώσεις που αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα, καθώς η κρίση ανέδειξε την κρίση εμπιστοσύνης και προκάλεσε εκροή καταθέσεων. Επίσης, τότε η αιτία ήταν τα χαμηλά επιτόκια. Σήμερα είναι η αύξηση των επιτοκίων που έφερε πτώση των τιμών των ομολόγων. Πρόκειται για τη σπίθα που έφερε την καταστροφή για περιφερειακές τράπεζες, οι οποίες δεν μπορούσαν να αντλήσουν ρευστότητα και κεφάλαια από τις αγορές. Στις 8 Μαρτίου η αμερικανική Silicon Valley Bank απέτυχε να συγκεντρώσει κεφάλαια 2,25 δισ. δολ. με πωλήσεις νέων μετοχών. Ο φόβος προκάλεσε μαζικές αναλήψεις από τους καταθέτες και την κατάρρευσή της.

Τέσσερις ημέρες μετά, στις 12 Μαρτίου, οι εκροές καταθέσεων έφεραν στο χείλος του γκρεμού τη Signature Bank, η οποία διασώθηκε και αυτή από τις αμερικανικές Αρχές. Οι εκροές καταθέσεων χτυπούσαν τη First Republic Bank, η οποία τελικά στηρίχθηκε από άλλες τράπεζες των ΗΠΑ και την κυβέρνηση.

Η κρίση εμπιστοσύνης μεταφέρθηκε γρήγορα στην Ευρώπη, με την ελβετική Credit Suisse να χάνει καταθέσεις 10 δισ. ευρώ την ημέρα, για πέντε ημέρες. Έτσι, στις 15 Μαρτίου ο επικεφαλής της Credit Suisse Ούλριχ Κέρνερ και η τράπεζα έλαβαν στήριξη 50 δισ. ευρώ από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας. Όμως, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απαιτούσε πιο δραστικά μέτρα. Την Κυριακή 19 Μαρτίου η πώληση της Credit Suisse στην UBS έναντι 3 δισ. ευρώ.

Φαίνεται ωστόσο ότι οι αγορές ακόμη αναζητούν αδύναμους κρίκους στο διεθνές τραπεζικό σύστημα και πολύ περισσότερο αναζητούν να δουν το σε ποιο βαθμό οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις είναι διατεθειμένοι να στηρίξουν αυτούς τους αδύναμους κρίκους για να μην κινδυνέψουν οι καταθέσεις των πολιτών τους.

Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή