Η αύξηση των επιτοκίων φέρνει στο φως τις αδυναμίες των τραπεζών
Στην πράξη, όμως, προκύπτει πως τα αυξημένα επιτόκια λειτουργούν σαν ένα είδος ακτινογραφίας, που φέρνει στο φως τα προβλήματα κάθε τράπεζας, τις αδυναμίες της και τις εστίες κινδύνου. Η πρόσφατη κατάρρευση τριών περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ με προεξάρχουσα εκείνη της Silicon Valley Bank ήταν ώς ένα βαθμό απότοκος των υψηλών επιτοκίων. Σκιαγράφησε τους κινδύνους για τις τράπεζες που παραδοσιακά συγκεντρώνουν στο χαρτοφυλάκιό τους μεγάλο όγκο κρατικών ομολόγων και πλήττονται από την πτώση της αξίας τους όταν αυξάνεται το κόστος του δανεισμού.
Οπως αναφέρει, άλλωστε, αναλυτικό ρεπορτάζ των Financial Times, πολλές τράπεζες και ειδικότερα οι ευρωπαϊκές έχουν συγκεντρώσει στο χαρτοφυλάκιό τους μεγάλο όγκο δανείων με σταθερό επιτόκιο, που δεν μπορούν να μεταβάλουν.
Αυτό συνεπάγεται ότι περιορίζονται πολύ τα περιθώρια για να αυξήσουν την κερδοφορία τους και το μόνο όφελος είναι πως τα σταθερά επιτόκια μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο ενός κύματος κόκκινων δανείων. Αλλες τράπεζες έχουν μεγάλο όγκο δανείων με κυμαινόμενα επιτόκια, που τους δίνουν τη δυνατότητα να τα αυξήσουν. Μαζί με αυτά, όμως, αυξάνεται και ο κίνδυνος μη εξυπηρέτησης όλο και περισσότερων δανείων, αν και με τα τελευταία στοιχεία στην Ε.Ε. το ποσοστό των κόκκινων δανείων παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Με στοιχεία του Σεπτεμβρίου μόλις 1,5% του συνόλου των στεγαστικών δανείων στην Ε.Ε. χαρακτηρίζονταν κόκκινα δάνεια.
Στο μεταξύ, τα στοιχεία της ΕΚΤ καταδεικνύουν πως τα στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περίπου το 75% του συνόλου στην Ε.Ε.
Στις ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλισης Καταθέσεων υπολογίζει ότι τα στεγαστικά με κυμαινόμενο επιτόκιο αντιπροσωπεύουν μόλις το 10% του συνόλου των στεγαστικών δανείων.
Παράλληλα, οι αμερικανικές τράπεζες έχουν ήδη δεχθεί πλήγμα, καθώς έχει υποχωρήσει η αξία των ομολόγων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους. Σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση της Federal Reserve, οι αμερικανικές τράπεζες ενδέχεται να έχουν ζημίες ύψους 620,4 δισ. δολ. από την πτώση της αξίας των τίτλων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους. Ανάμεσα στις ζημίες αυτές τα 340,9 δισ. δολ. αφορούν ομόλογα που οι τράπεζες δεν σχεδιάζουν να πουλήσουν.
Το πρόβλημα προκύπτει, βέβαια, όταν μια τράπεζα δεν διαθέτει επαρκή ρευστότητα για να ανταποκριθεί στις αναλήψεις των πελατών της, όπως συνέβη για παράδειγμα στην περίπτωση της Silicon Valley Bank, οπότε και αναγκάζεται να καταφύγει σε πωλήσεις τίτλων που διατηρεί στο χαρτοφυλάκιό της και τους οποίους δεν σχεδίαζε να πουλήσει.
Αν αυτό συμβεί όταν η αξία των τίτλων έχει μειωθεί, εν προκειμένω λόγω της αύξησης των επιτοκίων, τότε η τράπεζα εγγράφει ζημίες και εμπνέει ανησυχία σε επενδυτές και καταθέτες. Αυτά που συνήθως ακολουθούν σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η πτώση της μετοχής της τράπεζας και οι πανικόβλητες μαζικές αναλήψει. Αυτό ακριβώς δηλαδή που συνέβη στην περίπτωση της Silicon Valley Bank. Κάτι ανάλογο μπορεί βέβαια να προκληθεί και από μια φημολογία για την οικονομική κατάσταση μιας τράπεζας, που επίσης μπορεί να προκαλέσει πτώση της μετοχής της και πανικόβλητες αναλήψεις καταθέσεων.
Ο κίνδυνος των μαζικών αναλήψεων που μπορούν να «γονατίσουν» μια τράπεζα μπορεί να προέλθει και από άλλους παράγοντες σχετικούς με την ψυχολογία των καταθετών, αλλά και σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων. Αν δηλαδή οι τράπεζες αργήσουν να αυξήσουν αισθητά τα επιτόκια καταθέσεων ενώ οι κεντρικές τράπεζες έχουν αυξήσει τα βασικά επιτόκια, οι καταθέτες ενδέχεται να αναζητήσουν υψηλότερες αποδόσεις αλλού όπως, για παράδειγμα, στα κρυπτονομίσματα. Τότε οι τράπεζες κινδυνεύουν να χάσουν μεγάλο μέρος των καταθέσεών τους και της ρευστότητάς τους. Στο μεταξύ, η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να δυσκολέψει τις επιχειρήσεις με χαμηλή βαθμολογία πιστοληπτικής αξιολόγησης στην αποπληρωμή των χρεών τους και να αυξήσει τα ποσοστά κόκκινων επιχειρηματικών δανείων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της S&P, μέχρι τον Σεπτέμβριο τα ποσοστά των κόκκινων δανείων θα έχουν φτάσει στις ΗΠΑ στο 3,75% και στην Ευρώπη στο 3,25%.