Στα 23 τρισ. δολάρια το συνολικό χρέος της Κίνας
Το συνολικό χρέος της Κίνας ανέρχεται πλέον σε 23 τρισ. δολ., ποσό που αντιστοιχεί στο 126% του κινεζικού ΑΕΠ.
Αιτίες της εκτόξευσής του στα ύψη είναι η κατάρρευση των πωλήσεων γης, η επιβράδυνση της οικονομίας αλλά και οι αυξημένες δαπάνες που αποφάσισε το Πεκίνο για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως και το κόστος των αλλεπάλληλων και παρατεταμένων lockdowns.
Ετσι, οι Αρχές της χώρας προσανατολίζονται στην επιβολή φόρου στην ακίνητη περιουσία, στη μείωση του υπερτροφικού κράτους και στις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να μειώσουν το δυσθεώρητο χρέος.
Το θέμα έχει τεθεί και από τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ που το χαρακτήρισε μείζονα πρόκληση για τους αξιωματούχους της χώρας. Εχει, όμως, παράλληλα αποτελέσει κεντρικό θέμα συζήτησης σε μεγάλο αριθμό επιχειρηματικών συνεδρίων που διεξήχθησαν προσφάτως στην Κίνα, με κυβερνητικούς συμβούλους και οικονομολόγους να προτείνουν λύσεις για τη μείωση του χρέους και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών της χώρας.
Μεταξύ άλλων, έχει προταθεί η επιβολή φόρου στην ακίνητη περιουσία προκειμένου να τονωθούν τα έσοδα του κράτους. Υπέρ της ιδέας αυτής έχει ταχθεί ο Λου Τζιβέι, πρώην υπουργός Οικονομικών, με το επιχείρημα ότι οι τοπικές κυβερνήσεις «δεν διαθέτουν στην πραγματικότητα πολλές άλλες πηγές φορολογικών εσόδων».
Η πολιτική ηγεσία της Κίνας εξετάζει την επιβολή φόρου περιουσίας εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία με πρόθεση να τον επιβάλει σε όλη την επικράτεια της χώρας, ώστε να ανακόψει τις τιμές των ακινήτων.
Ξεκίνησε δοκιμαστικά η εφαρμογή του μέτρου στη Σαγκάη και στην Τσονγκίνγκ το 2011 και μόλις το 2021 το Κοινοβούλιο της Κίνας έδωσε την έγκρισή του για να επεκταθεί η επιβολή του σε περισσότερες πόλεις της χώρας. Και πάλι δεν έχει ακόμη εφαρμοσθεί, καθώς η κρίση που γνωρίζει εδώ και περίπου δύο χρόνια η κινεζική αγορά ακινήτων έχει «παγώσει» το σχέδιο. Σε οικονομικό συνέδριο τον Ιανουάριο ο κ. Λου τόνισε πως ο φόρος στην ακίνητη περιουσία μπορεί να αποτελέσει μια βιώσιμη πηγή εσόδων για τις περιφερειακές και τοπικές αρχές, ενώ θα απαλλάξει τις τοπικές αρχές από την ανάγκη να πωλούν γη για να αντλήσουν έσοδα.
Σύμφωνα, άλλωστε, με τον Λι Γιανγκ, πρώην σύμβουλο της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας, θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση του χρέους της χώρας ο περιορισμός της γραφειοκρατίας και των διαφόρων κλιμακίων της κυβέρνησης στο πλαίσιο μιας «θεσμικής μεταρρύθμισης».
Οπως τόνισε ο κ. Λι, που σήμερα είναι πρόεδρος του Εθνικού Ινστιτούτου Χρηματοδότησης και Ανάπτυξης, κρατικού φορέα μελετών και ερευνών, η μεταρρύθμιση αυτή μπορεί να προβλέπει μια μείωση του πλεονάζοντας προσωπικού και μια προσαρμογή των λειτουργιών της κυβέρνησης και σίγουρα θα αντιμετωπίσει δυσκολίες. Στην Κίνα υπάρχουν σήμερα πέντε επίπεδα δημόσιας διοίκησης με την κεντρική κυβέρνηση στην κορυφή, τις αρχές των 31 περιφερειών να ακολουθούν και μετά τις αρχές σε εκατοντάδες πόλεις και τελευταίες δεκάδες χιλιάδες κωμοπόλεις. Και βέβαια το γραφειοκρατικό σύστημα της χώρας επικρίνεται σε μόνιμη βάση για έλλειψη αποτελεσματικότητας αλλά και πλεονάζον προσωπικό που επιβαρύνει τα οικονομικά του κράτους.
Δεν είναι, πάντως, πρώτη φορά που εξετάζεται μια μείωση του κρατικού μηχανισμού. Στο πλαίσιο εκστρατείας που άρχισε τη δεκαετία του 1990, η Κίνα μείωσε το προσωπικό σχεδόν 10.000 πόλεων συγχωνεύοντας υπηρεσίες και απολύοντας περισσότερους από 86.000 υπαλλήλους. Και πάλι όμως τα στοιχεία του 2016 φέρουν την Κίνα να έχει συνολικά 7,19 εκατ. δημοσίους υπαλλήλους εκ των οποίων περίπου 200.000 είχαν προσληφθεί εκείνη τη χρονιά. Και τέλος οι Αρχές εξετάζουν τη δυνατότητα να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία για να αποπληρώσουν χρέη. Οι επενδύσεις της Κίνας σε υποδομές που μπορούν να αποτελέσουν ένδειξη για την αξία των περιουσιακών της στοιχείων, κόστισαν 27 τρισ. δολ. μέχρι το 2021, σύμφωνα με τον Ζάο Σουσιάνγκ, αναλυτή της Orient Securities.