Το «μαύρο» χρήμα στην αγορά ακινήτων στο στόχαστρο της εφορίας
Η πρακτική της δήλωσης της αντικειμενικής τιμής στα συμβόλαια αγοραπωλησίας και όχι της εμπορικής, αποτελεί πάγια μέθοδο για την απόκρυψη εισοδημάτων.
Δεν είναι λίγες οι φορές όπου οι πωλητές ζητούν από τους αγοραστές την πληρωμή ενός ποσοστού από το τελικό τίμημα με μετρητά, δηλαδή χωρίς επιταγή, ή μεταφορά από τον έναν τραπεζικό λογαριασμό στον άλλον.
Το γεγονός ότι σήμερα το 70%80% των αγοραπωλησιών γίνεται αποκλειστικά με μετρητά, διευκολύνει τέτοιες πρακτικές.
Παρότι εκ πρώτης όψεως αυτό δεν φαίνεται να έχει κάποιο όφελος για τον πωλητή, μια και δεν φορολογείται η πώληση κατοικίας, εντούτοις, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, αυτό συνήθως γίνεται όταν ο πωλητής είναι ελεύθερος επαγγελματίας ή επιτηδευματίας κι έχει οφειλές προς την εφορία ή τα ασφαλιστικά ταμεία. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η δέσμευση σημαντικών ποσών για την εξυπηρέτηση των χρεών αυτών.
Αντίστοιχα, ο αγοραστής έχει συμφέρον να αναγραφεί χαμηλότερη τιμή στο συμβόλαιο, καθώς μειώνει το συνολικό κόστος του προς την εφορία (φόρος μεταβίβασης), το υποθηκοφυλακείο, την αμοιβή του μεσίτη και του συμβολαιογράφου.
Για ένα ακίνητο αξίας 300.000 ευρώ, η αμοιβή του συμβολαιογράφου είναι 3.000 ευρώ, ο μεσίτης θα εισπράξει 4% επί της αξίας, ήτοι 6.000 ευρώ από τον πωλητή και 6.000 ευρώ από τον αγοραστή, ενώ 2.550 ευρώ είναι το κόστος εγγραφής στο υποθηκοφυλακείο.