ΟΟΣΑ: Μειώθηκε 7,5% ο πραγματικός μισθός στην Ελλάδα το 2022
Η συνολική φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών στην Ελλάδα -δηλαδή το ποσό του φόρου εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών, αφού αφαιρεθούν τα επιδόματα, ως ποσοστό στο συνολικό κόστος εργασίας- μειώθηκε οριακά κατά 0,02 ποσοστιαίες μονάδες για τους άγαμους μισθωτούς χωρίς παιδιά με μέσο εισόδημα και διαμορφώθηκε στο 37,1%, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ.
Η οριακή υποχώρηση της επιβάρυνσης (tax wedge) προέκυψε κυρίως από τη μείωση των εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών για την επικουρική ασφάλιση, η οποία μείωσε συνολικά την επιβάρυνση κατά 0,21 ποσοστιαίες μονάδες. Η μείωση αυτή υπερκάλυψε την αύξηση της επιβάρυνσης από τη φορολογία εισοδήματος κατά 0,18 ποσοστιαίες μονάδες, λόγω της αύξησης των ονομαστικών εισοδημάτων.
Για το σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, ο μέσος συντελεστής για την παραπάνω κατηγορία νοικοκυριών παρέμεινε αμετάβλητος στο 34,6%. Για τα ζευγάρια με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο με μέσο μισθό, η συνολική επιβάρυνση αυξήθηκε οριακά κατά 0,03 ποσοστιαίες μονάδες στο 33,7%, ενώ στον ΟΟΣΑ αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 1,05 ποσοστιαίες μονάδες στο 25,6%.
Για παντρεμένους με δύο παιδιά, εκ των οποίων ο ένας έχει μέσο μισθό και ο άλλος το 67% του μέσου μισθού, το tax wedge αυξήθηκε κατά 1,52 ποσοστιαίες μονάδες στο 35,7%. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η αύξηση οφείλεται στο γεγονός ότι τα νοικοκυριά της κατηγορίας αυτής δεν δικαιούνταν επιδόματα παιδιών λόγω της αύξησης του μέσου μισθού. Στις χώρες του ΟΟΣΑ, η μέση αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης για την κατηγορία αυτή ήταν 0,45 ποσοστιαίες μονάδες στο 29,4%.
Στην Ελλάδα, ο μέσος ονομαστικός μεικτός μισθός το 2022 αυξήθηκε κατά 1,5% αλλά ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4% λόγω του πληθωρισμού 9,7%.
Τα αποτελέσματα της έκθεσης, σημειώνει ο ΟΟΣΑ, υπογραμμίζουν τη σημασία πολιτικών για τον μετριασμό του αντίκτυπου που έχει ο πληθωρισμός. Από στοιχεία που συγκέντρωσε, προκύπτει ότι σε 17 χώρες του εφαρμόσθηκε πέρυσι αυτόματη αναπροσαρμογή του συστήματος φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, ενώ σε 21 χώρες η προσαρμογή ήταν στη διακριτική ευχέρειά τους. Οι περισσότερες χώρες προχώρησαν σε προσαρμογή των ασφαλιστικών εισφορών και οι μισές σε προσαρμογή των επιδομάτων.