Ευάλωτες σε πλήγµατα οι αµερικανικές τράπεζες
Τώρα οι αµερικανικές τράπεζες καταβάλλουν προσπάθειες για να αφήσουν τα οδυνηρά αυτά επεισόδια πίσω τους, αλλά δεν είναι καθόλου σαφές κατά πόσον έχει σταθεροποιηθεί η κατάσταση ή πρόκειται απλώς για την ηρεµία πριν από την καταιγίδα. Αύριο αναµένεται το πόρισµα της Federal Reserve για τους λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση της SVB.
Οπως επισηµαίνει σχετικό ρεπορτάζ του CNN, αν κοιτάξουµε τα επίπεδα των καταθέσεων των τραπεζών, εκ πρώτης όψεως µπορεί να πείθουν ότι τώρα οι τράπεζες είναι σε καλύτερη κατάσταση από πριν. Σύµφωνα, όµως, µε την Ανα Αρσόφ, γενική διευθύντρια της Moody’s, η εικόνα είναι µάλλον παραπλανητική και η τραπεζική κρίση δεν έχει λήξει ακόµη.
Οπως τονίζει η ίδια, την περασµένη εβδοµάδα η Moody’s Investors Service προέβη σε µια ασυνήθιστη κίνηση, όταν υποβάθµισε ταυτοχρόνως 11 περιφερειακές τράπεζες. Ανάµεσά τους οι First Republic Bank, US Bancorp, Western Alliance και Zions Bancorp. Κύριες αιτίες που επικαλέστηκε ήταν προβλήµατα αναφορικά µε την αναλογία ανάµεσα στο ενεργητικό τους και στις υποχρεώσεις τους, την έκθεσή τους στον τοµέα των ακινήτων που έχει δεχθεί ισχυρό πλήγµα και τη µείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Και το πρόβληµα είναι ότι, για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους θέση, οι τράπεζες αυτές πρέπει να καταβάλουν υψηλότερα επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέσεις. Αυτό συνεπάγεται ότι θα έχουν περιορισµό στο ύψος των κεφαλαίων που µπορούν να αντλήσουν εφόσον αυτό θα διαβρώνει την κερδοφορία τους. Σύµφωνα µε την Ανα Αρσόφ, «αυτό δεν σηµαίνει ότι θα αντιµετωπίσουν εκροές καταθέσεων ανάλογες εκείνων που είδαµε στην περίπτωση της Sillicon Valley, αλλά ότι οι τράπεζες παραµένουν πιο ευάλωτες στα πλήγµατα».
Μετά την κατάρρευση της SVB και της Signature Bank, οι µεγάλες αµερικανικές τράπεζες, Bank of America Jpmorgan Chase και Citibank, κατέγραψαν εισροές-ρεκόρ, που προήλθαν από τις περιφερειακές τράπεζες και τις τράπεζες µεσαίου µεγέθους. Η προέλευσή τους είναι σαφής δεδοµένου ότι στη διάρκεια του α΄ τριµήνου οι καταθέσεις της επίσης περιφερειακής τράπεζας First Republic Bank µειώθηκαν κατά 41%, στα 104,5 δισ. δολ. Η κινητικότητα των καταθέσεων παραµένει, πάντως, σταθερή από τα τέλη Μαρτίου και µετά, όπως επισηµαίνει ο διευθύνων σύµβουλός της, Μάικλ Ρόφλερ.
Σύµφωνα µε στοιχεία της Federal Reserve, το ίδιο ισχύει για όλες τις αµερικανικές τράπεζες, τόσο τις µεγάλες όσο και τις µικρές. Εως τις 21 Απριλίου, το σύνολο των καταθέσεων της First Republic ανερχόταν σε 102,7 δισ. δολ. συµπεριλαµβανοµένων των 30 δισ. δολ. που είχε λάβει από τις µεγάλες αµερικανικές τράπεζες. Το ποσό αυτό είναι κατά 1,7% µικρότερο από το αντίστοιχο στα τέλη Μαρτίου, αν και σύµφωνα µε τον Μάικλ Ρόφλερ, η ελαφρά αυτή µείωση αντανακλά «τις εποχιακές πληρωµές φόρων από πλευράς των πελατών της τράπεζας».
Η στροφή σε περιοριστική νοµισµατική πολιτική, που εγκαινίασε πριν από ένα χρόνο η Federal Reserve για να ανακόψει τον πληθωρισµό, έχει εν µέρει επιταχύνει την τραπεζική κρίση. Και αυτό γιατί η Federal Reserve αυξάνει τα επιτόκια πουλώντας τίτλους και συγκεκριµένα οµόλογα του αµερικανικού δηµοσίου. Ετσι, όµως, υποχωρεί η τιµή των οµολόγων και αυξάνονται οι αποδόσεις τους.
Η SVB άρχισε να δέχεται µεγάλες πιέσεις επειδή µεγάλο µέρος των κεφαλαίων της πελατείας της είχε τοποθετηθεί σε οµόλογα. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται προβληµατική όταν οι καταθέτες της, κυρίως νεοφυείς και τεχνολογικές εταιρείες, άρχισαν να αποσύρουν κεφάλαια αφού δεν υπήρχαν άλλες πηγές χρηµατοδότησης. Προκειµένου να ανταποκριθεί στα αιτήµατά τους για µεγάλες αναλήψεις, η SVB αναγκάστηκε να πουλήσει οµόλογα, αλλά σε τιµές που συνεπάγονταν ζηµία ύψους σχεδόν 2 δισ. δολ.