Παραμένει ακριβό το ρεύμα στην Ελλάδα
Υψηλή συγκέντρωση και χαμηλό ανταγωνισμό εξακολουθεί να εμφανίζει η εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, παρά τις επιτυχείς τα τελευταία χρόνια μεταρρυθμίσεις, επισημαίνει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) στην έκθεσή του για την Ελλάδα που παρουσίασε χθες στην Αθήνα.
Η έκθεση του ΙΕΑ εξετάζει το διάστημα από το 2017 που παρουσίασε την προηγούμενη έκθεσή του για την Ελλάδα και αναγνωρίζει την πρόοδο που έχει γίνει στον ενεργειακό τομέα της χώρας στην κατεύθυνση της απανθρακοποίησης, διαπιστώνει ωστόσο ότι απαιτούνται πιο επίμονες δράσεις προκειμένου να μειώσει την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα και να πετύχει τον στόχο για μηδενικές εκπομπές ρύπων έως το 2050. Οπως επισημαίνεται, αν και έχει μειώσει το μερίδιό της στα ορυκτά καύσιμα από 91% το 2011 σε 82% το 2021, παραμένει πάνω από το 78% που είναι ο μέσος όρος του ΙΕΑ.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος, η έκθεση διαπιστώνει πως, παρά τις βελτιώσεις, η ελληνική αγορά εξακολουθεί να εμφανίζει υψηλή συγκέντρωση και χαμηλό ανταγωνισμό. Σε ό,τι αφορά τη λιανική αγορά διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας για τους οικιακούς καταναλωτές το δεύτερο τρίμηνο του 2022 ήταν η 10η ακριβότερη μεταξύ των 31 χωρών-μελών του οργανισμού και η 2η ακριβότερη για τη βιομηχανία. Συγκεκριμένα, ο ΙΕΑ στην έκθεσή του τονίζει ότι το β΄ τρίμηνο του 2022 η μέση τιμή για τα νοικοκυριά στην Ελλάδα ήταν 272 δολ./MWh. Ο μέσος όρος των οικιακών τιμολογίων στις χώρες του ΙΕΑ το ίδιο τρίμηνο ήταν 255 δολ./MWh.
Οσον αφορά την τιμή του βιομηχανικού ρεύματος, που κατά μέσον όρο στην Ελλάδα την ίδια περίοδο ήταν στα 243 δολ./MWh, ήταν η 2η υψηλότερη τιμή ανάμεσα στις 31 χώρες-μέλη του ΙΕΑ, όπου ο μέσος όρος διαμορφώθηκε στα 174 δολ./MWh.
Ο λογαριασμοί ρεύματος, σύμφωνα με τον ΙΕΑ, εξακολουθούν να είναι περίπλοκοι και περιλαμβάνουν χρεώσεις που δεν σχετίζονται με την ενέργεια, όπως η τηλεόραση και τα δημοτικά τέλη. Ο Οργανισμός συνιστά να εξεταστεί το ενδεχόμενο εξάλειψής τους από τους λογαριασμούς ρεύματος. Το μερίδιο της ΔΕΗ, όπως επισημαίνεται, εξακολουθεί να είναι σημαντικό και οι υψηλές τιμές ενέργειας ενισχύουν τις πιέσεις στους μικρούς προμηθευτές καθώς και τους κινδύνους που ενδεχομένως να τους οδηγήσουν εκτός αγοράς.
Ο Οργανισμός συνιστά επίσης στην κυβέρνηση να εξετάσει το ενδεχόμενο θεσμοθέτησης υποχρέωσης για τους λιανοπωλητές να καλύπτουν σημαντικό μέρος των συμβάσεων σταθερής τιμής με μακροπρόθεσμα συμβόλαια, προκειμένου να ενισχυθούν οι δυνατότητες αντιστάθμισης των κινδύνων. Οι περιορισμένες ευκαιρίες αντιστάθμισης, σύμφωνα με τον ΙΕΑ, είχαν ως αποτέλεσμα να αφήσουν τους Ελληνες προμηθευτές πολύ εκτεθειμένους στις πρόσφατες αυξήσεις στις τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες πέρασαν στους τελικούς καταναλωτές.
Η έκθεση σχολιάζει και τα έκτακτα μέτρα ενίσχυσης των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, επισημαίνοντας τον αρνητικό αντίκτυπο στις αγορές. «Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τον αντίκτυπο αυτών των έκτακτων μέτρων στις αγορές χονδρικής και λιανικής και να τα προσαρμόζουν όπου είναι απαραίτητο, δίνοντας προτεραιότητα σε άλλα μέτρα χωρίς ρυθμιζόμενα στοιχεία τιμών, όπως οι άμεσες επιδοτήσεις και οι φορολογικές μειώσεις», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Για τις ΑΠΕ επισημαίνει την ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας αδειοδότησης νέων έργων και συνιστά στην ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε διαβούλευση με τους διαχειριστές συστήματος και διανομής, προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη σύνδεση τουλάχιστον 4 GW νέων έργων έως το 2025. Καλεί επίσης την κυβέρνηση να εργαστεί μαζί με τους φορείς της αγοράς και τις τοπικές κοινωνίες ώστε να καταρτιστεί ένα σχέδιο προτεραιοτήτων για την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ, το οποίο θα διασφαλίζει την ταχεία αδειοδότηση και σύνδεση των έργων και ταυτόχρονα την εξισορρόπηση πόρων, το κόστος δικτύου, περιβαλλοντικά και πολιτισμικά θέματα και χρήσεις γης.
Ο ΙΕΑ διαπιστώνει την πρόοδο που έχει σημειώσει η χώρα στον τομέα των ΑΠΕ. Το 2021 η Ελλάδα βρέθηκε στη 14η θέση μεταξύ των χωρών-μελών του ΙΕΑ. Την ίδια χρονιά οι ΑΠΕ αντιπροσώπευαν το 22% της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας της Ελλάδας, το 36% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το 36% της ζήτησης θέρμανσης και ψύξης, και το 4,3% στον τομέα των μεταφορών.
Σχετικά με την ενεργειακή απόδοση ο ΙΕΑ συνιστά στην ελληνική κυβέρνηση να εστιάσει τα προγράμματα ανακαίνισης κτιρίων σε ριζικές ανακαινίσεις που συνδυάζουν θερμική μόνωση με αντλίες θερμότητας για να προσφέρουν τα μέγιστα οφέλη στην εξοικονόμηση ενέργειας και στη μείωση των λογαριασμών. Επίσης συνιστά την προώθηση της αντικατάστασης παλαιών οχημάτων, ιδίως φορτηγών, με την παροχή κινήτρων, συμπεριλαμβανομένου ενός προγράμματος διάλυσης, και την ανταλλαγή παλαιότερων οχημάτων με πιο αποδοτικά οχήματα.