Μείωση «κόκκινων» δανείων κατά 3,1 δισ. ευρώ έως το 2025
Σε περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων κατά 3,1 δισ. ευρώ και του αντίστοιχου δείκτη στο 4% από 7% το 2022 (έναντι 1,8% μέσου ευρωπαϊκού όρου) στοχεύουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες με βάση τα επιχειρησιακά σχέδια που έχουν υποβάλει για την τριετία έως το 2025. Στόχος είναι τα κόκκινα δάνεια να περιοριστούν στα 6,5 δισ. ευρώ από 9,7 δισ. ευρώ στα τέλη του 2022, εν μέσω ενός δύσκολου οικονομικού περιβάλλοντος που δημιουργούν η αύξηση του πληθωρισμού, η άνοδος των επιτοκίων και η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της έκθεσης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που δημοσίευσε χθες η ΤτΕ, με βάση τα οποία η καθαρή ροή μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) την περίοδο 2023-2025 θα παραμείνει θετική κατά 2,1 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι εισροές νέων κόκκινων δανείων, που με βάση τους υπολογισμούς των τραπεζών θα ανέλθουν στα 7,2 δισ. ευρώ, θα αντισταθμιστούν εν μέρει μόνο από τις εκροές που θα φθάσουν στα 5,1 δισ. ευρώ. Ετσι, η πραγματική μείωση των κόκκινων δανείων θα προέλθει από τις αποπληρωμές οφειλών που υπολογίζονται στο 1,9 δισ. ευρώ, τις διαγραφές ύψους 1,7 δισ. ευρώ και δευτερευόντως τις πωλήσεις ύψους 700 εκατ. ευρώ, ενώ κατά 1,2 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι θα συνεισφέρουν οι ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή οι πλειστηριασμοί ακινήτων.
Οπως πάντως παρατηρεί η ΤτΕ και εφόσον το βασικό σενάριο επαληθευθεί, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα έχουν διευθετήσει επιτυχώς το θέμα των κόκκινων δανείων έπειτα από μία δεκαετία από τότε που τα ΜΕΔ έφθασαν στο υψηλότερο σημείο, τον Μάρτιο του 2016. Σημαντική εκκρεμότητα αποτελεί ο υψηλός δείκτης κόκκινων δανείων που διαθέτουν οι μη συστημικές τράπεζες (περιλαμβάνονται η Attica, η Παγκρήτια και οι Συνεταιριστικές) και ο οποίος φθάνει στο 44,8%, ποσοστό που σχετίζεται και με τη μη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα «Ηρακλής», που αξιοποίησαν οι συστημικές τράπεζες.
Η ΤτΕ επισημαίνει τον κίνδυνο «το περιβάλλον που διαμορφώνεται μετά τη μεταστροφή της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής και την άνοδο των επιτοκίων σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, την αύξηση του κόστους παραγωγής και τη μείωση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, να ασκήσει πιέσεις στην ικανότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων να εξυπηρετούν τις οφειλές τους». Αυτός ο κίνδυνος αποτυπώνεται στα στοιχεία του 2022, χρονιά κατά την οποία σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ η εισροή των νέων κόκκινων δανείων ξεπέρασε, έστω και οριακά, αυτή των κόκκινων δανείων που πέρασαν στην κατηγορία των εξυπηρετούμενων. Συγκεκριμένα, τα νέα ΜΕΔ ανήλθαν στα 2,5 δισ. ευρώ και οι αναταξινομήσεις διαμορφώθηκαν στα 2,4 δισ. ευρώ και σε συνδυασμό με τις εισπράξεις ύψους 1,2 δισ. ευρώ, τις νέες πωλήσεις ύψους 3,2 δισ. ευρώ, καθώς και διαγραφές ύψους 1 δισ. ευρώ τα κόκκινα δάνεια για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος στη χώρα μας υποχώρησαν από τα 18,4 δισ. ευρώ στα τέλη του 2021 στα 13,2 δισ. ευρώ στα τέλη του 2022.
Ειδικό κεφάλαιο αφιερώνεται στην έκθεση της ΤτΕ για τα δάνεια που βρίσκονται εκτός τραπεζικών ισολογισμών, μέσα από πωλήσεις και τιτλοποιήσεις σε funds, καθώς όπως παρατηρεί η ΤτΕ «η μεταφορά τους εκτός του πιστωτικού συστήματος δεν σημαίνει και την εξάλειψη του χρέους από την οικονομία». «Το χρέος παραμένει», σημειώνει η ΤτΕ, και η διαχείρισή του πλέον έχει αναληφθεί από τις εταιρείες διαχείρισης που έχουν αναλάβει δάνεια ύψους 90,5 δισ. ευρώ. Από αυτά το 74%, περί τα 67,3 δισ. ευρώ, είναι δάνεια που δεν ανήκουν πλέον στις τράπεζες και το 26% (23,2 δισ. ευρώ) αφορά διαχείριση δανείων για λογαριασμό των τραπεζών.
Οπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία, τα υπό διαχείριση δάνεια των εταιρειών διαχείρισης, δηλαδή αυτά που έχουν αναλάβει για λογαριασμό των funds, είναι χαμηλής ποιότητας, με το 92% εξ αυτών να είναι κόκκινα και η πλειονότητά τους –σε ποσοστό 74%– καταγγελμένα. Με βάση τα ίδια στοιχεία το 2022 στη συγκεκριμένη κατηγορία δανείων οι αποπληρωμές, οι ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και οι διαγραφές ανοιγμάτων που διαχειρίζονται οι servicers ανήλθαν σε 3,8 δισ. ευρώ. Οι αποπληρωμές διαμορφώθηκαν σε 1,9 δισ. ευρώ, οι ρευστοποιήσεις σε 730 εκατ. ευρώ και οι διαγραφές σε 1,1 δισ. ευρώ, ενώ οι ρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2022 αφορούν το 26,9% του συνολικού υπό διαχείριση χαρτοφυλακίου. Καλύτερη είναι η εικόνα για τα δάνεια που οι εταιρείες διαχειρίζονται για λογαριασμό των τραπεζών, στα οποία οι αποπληρωμές ανήλθαν το 2022 σε 1,7 δισ. ευρώ, ενώ άλλα 180 εκατ. ευρώ εισπράχθηκαν μέσα από ρευστοποιήσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων.